Ποιος θέλει να κατακαώ,
βορά να γίνω στο Κακό
και στάχτη στο περβάζι;
Ποιος τη φουντώνει τη φωτιά
κι όταν με πνίγει το γλεντά
και ύπουλα καγχάζει;
Ποιος έχει φίδια για μηρούς
και τους εχθρούς μου κολλητούς
με μάτια φλογισμένα,
που δεν χορταίνουν αν δεν δουν
όσα το Φως πίνουν και ζουν
νεκρά, καρβουνιασμένα;
Ποιος είναι ο φανατικός
του Σκοταδιού ο οπαδός
που δάση ξεπαστρεύει;
Σαν τι του τρώει την ψυχή
και πολεμάει τη ζωή,
το θάνατο θεριεύει;
Όποιο κι αν είναι το χτικιό,
σιγά που θα το φοβηθώ,
σιγά που θα λουφάξω.
Μπορεί να κλάψω, να οργιστώ,
μα πάλι θ’ ανασυνταχτώ,
με άλμα θα πετάξω.