2 Σεπτεμβρίου 2021, στο Παλαιό Φάληρο. Πρωί, ζέστη πηχτή, ατμόσφαιρα βαριά από την κλεισούρα των θερινών διακοπών και βρίσκομαι ανάμεσα σε μπάζα, σκουπίδια, άχρηστο υλικό προς ανακύκλωση, έπιπλα, μηχανήματα και αντικείμενα που έχουν μετακινηθεί και είναι ένας σωρός λόγω οικοδομικών εργασιών και πρέπει να καθαριστούν και να ευπρεπιστούν το συντομότερο, ώστε να ξαναγίνει ο χώρος σχολική αίθουσα που θα υποδεχθεί παιδιά. Που και που μπαινοβγαίνουν συνάδελφοι από το δημοτικό και ανταλλάσσουμε καλημέρες, ευχές και αγκαλιές.
Ακούω Δεύτερο Πρόγραμμα και παλεύω να ισορροπήσω ανάμεσα στο καλοκαίρι που τελείωσε και στο φθινόπωρο που έφτασε γεμάτο απαιτήσεις, υποχρεώσεις και προσδοκίες. Κάποια στιγμή, αγχωμένη – χωμένη σε έγγραφα που πρέπει άμεσα να συμπληρωθούν και να αποσταλούν στην υπηρεσία, συνειδητοποιώ ότι το ραδιόφωνο παίζει συνέχεια Μίκη, χωρίς να παρεμβάλλεται η φωνή κάποιου παρουσιαστή. Στην αρχή σκέφτομαι ότι ίσως είναι τυχαίο, μπορεί κάποιοι να είναι ακόμη σε άδεια. Αλλά μετά το έκτο τραγούδι στη σειρά, αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια. Λες να; Όχι, μη.
Μπαίνω με τρεμάμενο χέρι στο διαδίκτυο και διαβάζω το γεγονός. Πως ο Μίκης έφυγε. Θα γινόταν και αυτό κάποτε, άλλωστε ήταν μεγάλος σε ηλικία, 96 ετών, είχε προβλήματα υγείας που επιδεινώνονταν τον τελευταίο καιρό. Συχνά σκεφτόμουν ότι θα φύγει και θα μας αφήσει κι εκείνος, κανείς δεν παραμένει αιώνιος, ακόμη κι αν είναι ο Μίκης, ο γίγαντας. Αλλά δυσκολευόμουν να το ακούσω να ηχεί μέσα μου και έριχνα αυτή τη σκέψη πάντα πίσω. Έχουμε ακόμη καιρό…
Ο Μίκης έφυγε. Στέκομαι ακίνητη μπροστά στον υπολογιστή, ιδρωμένη, σκονισμένη, εμβρόντητη, σε ένα χώρο που μοιάζει με γιαπί και πρέπει για άλλη μια φορά να μετατρέψω σε σχολική αίθουσα και νιώθω σαν να με χτύπησε κεραυνός. Σε λίγο ακούγεται η παρουσιάστρια του Δεύτερου να λέει με σπασμένη φωνή τα νέα. Ο Μίκης έφυγε. Είναι γεγονός. Κι αισθάνομαι ένα μεγάλο αλμυρό κύμα να ανεβαίνει από τον πάτο του στομαχιού μου και να αναβλύζει από τα μάτια μου, που αρχίζουν να τρέχουν ασταμάτητα. Χοντρά, σιωπηλά, αλμυρά δάκρυα. Ασταμάτητα. Για μέρες. Κάθε φορά που το σκέφτομαι. Ακόμη και σήμερα, 3 Σεπτεμβρίου 2023, πρωί πρωί, που γράφω αυτές τις γραμμές.
Θυμάμαι τα αφιερώματα για τον Μίκη στην ΕΡΤ εκείνες τις μέρες του φευγιού του. Θυμάμαι ότι το σπίτι μας έμοιαζε με καράβι που ταξίδευε στον ουρανό με φουσκωμένα πανιά, καθώς έπαιζαν συνέχεια οι μουσικές του και ακούγονταν λόγια που είχε γράψει και είχε πει, οι πολλές απίστευτες ζωές που είχε ζήσει. Θυμάμαι ότι νιώθαμε θλιμμένοι και αναβαπτισμένοι ταυτόχρονα, ορφανοί και άτρωτοι μαζί. Ότι η ποίηση που αγαπάμε είχε μετουσιωθεί σε μία ζώσα οντότητα, γαλανόλευκη, και συγκατοικούσε μαζί μας, εκεί, στη Νέα Σμύρνη, που και ο Μίκης για ένα φεγγάρι έζησε. Ότι η χώρα είχε για λίγο σταματήσει να κατρακυλάει στη φθορά, κοιτούσε κατάματα τον εαυτό της στον καθρέφτη και οι ρυτίδες της ξαναγίνονταν πουλιά. Ότι αγκαλιαζόμασταν απελπισμένοι μαζί και περήφανοι παρακολουθώντας την τελική αναχώρηση του Μίκη από το λιμάνι του Πειραιά για την Κρήτη και ήταν σαν να κηδεύαμε μια ολόκληρη εποχή, μια ολόκληρη γενιά, έναν ηθικό και αξιακό κώδικα που όμως ακόμη παλεύει να ζήσει και να καρποφορήσει μέσα στην ψυχή μας. Στην ψυχή κάποιων από εμάς, ίσως μιας μικρής μειοψηφίας πια.
Ο Μίκης έφυγε. Ο Μίκης είναι πάντα εδώ. Το ερώτημα, αμείλικτα βασανιστικό, είναι που βρισκόμαστε πλέον εμείς.