Στα όνειρά μου απάγκιασε
ένα φθινοπωράκι,
με λουλακί αδιάβροχο,
προσφάι στο δισάκι.
Είχε δεμένο στο λαιμό
φουλάρι μεταξένιο,
γεμάτο πλατανόφυλλα
και χρυσοκεντημένο.
Στο μπράτσο είχε περαστή
μια καλαθούνα οπώρες.
Σεργιάνιζε στις γειτονιές
και γλύκαινε τις ώρες.
Κοντοστεκόταν στην αυλή
που έπλενε η Λωξάντρα
κι ανθίζαν τα κυκλάμινα
μες στου Αττίκ τη μάντρα.
Με βήμα αλαφροπάτητο
γυρνούσε το βραδάκι,
με την Τζοκόντα αγκαζέ
του Μάνου Χατζιδάκι.
Σαν έθετε ν’ αναπαυθεί
σιμά στους Δροσουλίτες,
τα διαβατάρικα πουλιά
κουρνιάζαν στους φεγγίτες.
Κι εμέ που σαν γεννήθηκα
έσπερνε πόθους μύχιους,
στον έρωτά του μ’ έριξε
για να του γράφω στίχους.