Ανοίγω τα παράθυρα
να δω που ξημερώνει
κι ένα κατραμοσύννεφο
τον ουρανό λερώνει.
Ορμά μέσα στα μάτια μου
κι ευθύς τα σκοτεινιάζει.
Ως την καρδιά μου εισχωρεί,
τη σπέρνει με μαράζι.
Κάτι δεν κάνουμε καλά
και οι θεοί το πήραν
απόφαση να μην μπλεχτούν
στη μαύρη μας τη μοίρα.
Κάτι δεν κάνουμε καλά
κι η σήψη προχωράει.
Τον κόσμο πήρε αμπάριζα
και τους ανθούς τρυγάει.
Ανοίγω τα παράθυρα
κι απλώνεται τ’ αγιάζι
σαν αίμα στην οθόνη μας
που μας ανατριχιάζει.
Κι εμείς σαν αβοήθητα
ζαρκάδια μες στο χιόνι
τους κυνηγούς ξορκίζουμε
τρεμάμενοι και μόνοι.
Ο πίνακας είναι του Λουδοβίκου των Ανωγείων