Να ’χα στους ώμους μου φτερά
και σύννεφα στα πόδια,
αμέσως θα ξεπέρναγα
τις λύπες και τα εμπόδια.
Θα σκάλιζα χαμόγελα
ψηλά στα κορφοβούνια
και το δισάκι των φτωχών
θα γέμιζα ως τα μπούνια.
Ένα καράβι αρχάγγελους
θ’ αμόλαγα στην πιάτσα,
για να μπολιάσουν με καρδιά
τη γκρίζα μας τη ράτσα.
Στα σύνορα θα έσπερνα
αγράμπελη και δυόσμο,
να βαλαντώσουν οι ευωδιές
τον μάταιο τούτο κόσμο.
Και σ’ όποιον δίχως όνειρα
ροβόλαγε στη στράτα,
θα έστελνα έναν Έρωτα
να του τα πει σταράτα.