Αχού, γιατί να σπάσω;
Τι ακόμη θα περάσω
πια μέσα στα σκουπίδια,
μακριά απ’ τα παιχνίδια;
Ποιο άτσαλο παιδάκι
δεν πρόσεξε λιγάκι,
μου φέρθηκε με βία;
Δεν είχα προστασία…
Τραυματισμένο, μόνο,
γιατί με τόσο πόνο
να χάσω τη χαρά μου,
την παιχνιδοφωλιά μου;
Αχού και τι θα κάνω
στον κάδο πάνω πάνω
και γύρω μου μπουκάλια,
κουτιά σκισμένα, χάλια;
Φωνάξτε ένα διασώστη
και μα τον Άγιο Σώστη
αν θα μ’ επισκευάσει,
το χέρι του ν’ αγιάσει!
Κουτσό με ρόδες δύο,
ας μπω σ’ ένα μουσείο,
να μη με κοπανάνε
και να με αγαπάνε.