Ξημέρωσε και φώτισε
κι ο ουρανός διψάει
και στέλνει τον Αυγερινό
σε μια πηγή να πάει.
Μα εκείνος κοντοστέκεται
σε πόρτα σφαλισμένη
κι αναρωτιέται ποια ψυχή
εκεί είναι φωλιασμένη.
Μην είναι η Μυριόκαλη
που όλους τους πλανεύει,
ή μήπως ο Αστραπόγιαννος
το δίκιο που γυρεύει;
Μην είναι κάποιος άρχοντας
με φουσκωτό κεμέρι,
ή κάποιο προσφυγόπουλο
απ’ της φωτιάς τα μέρη;
Μην είναι μόνο ένα παιδί
σε φτωχικό κρεβάτι,
μια ανήμπορη γερόντισσα
που πια δεν κλείνει μάτι;
Συμμάζεψε, Αυγερινέ,
το νου σου και προχώρα,
να ξεδιψάσει ο ουρανός,
για να ξυπνήσει η χώρα.