Απ’ τ’ ωσαννά ως τ’ ανάθεμα
ένα ταξίμι δρόμος
κι εκεί που λες ανάσανα
σε μαραγκιάζει ο πόνος.
Από το δείλι ως την αυγή
όνειρα κι εφιάλτες
γράφονται και ξεγράφονται
στου βίου σου τις πλάτες.
Σαν κλέφτης, δερβισόπαιδο
στο έλεος των ανέμων,
σκορπίζονται οι ανάσες σου.
Άγιος μαζί και δαίμων.
Ανάμεσα στη σταύρωση
και στην ανάστασή σου
απ’ τα σαράντα κύματα
περνά η υπόστασή σου.
Δεν έχει βεβαιότητα
για να πιαστείς καμία.
Μονάχα μια η αντίσταση
στου μάταιου τη βία.
Δροσίζεται κι αντιλαλεί
σε φιλιατρό ανθισμένο
το σ’ αγαπώ που σκέφτεσαι
να πεις. Θα περιμένω.