Και ποιος δεν θα το ήθελε
να κάνει ένα άλμα
και να αλλάξει διάσταση
για να μη ζει το δράμα.
Και ποιος δεν θα το ήθελε
τις κορυφές ν’ αγγίζει
και τίποτα, ποτέ κανείς
να μην τον θρυμματίζει.
Να προσγειωθεί σαν αίλουρος
στη γη της ουτοπίας
και να ’ναι κάθε του στιγμή
τραγούδι ελευθερίας.
Στους ώμους του να ’χει φτερά,
στις γάμπες του πτερύγια,
να μη χρειάζεται πουγκιά,
φωλιές και καταφύγια.
Σαν παίρνει φόρα στο ταρτάν
ν’ αντρειεύει η μπόρεσή του
και σαν απογειώνεται
να πάλλεται η φωνή του.
Μα ο αγώνας ο σκληρότερος
είναι πριν τον αγώνα,
εκεί που μόνος μάχεσαι
στο θέρος, στο χειμώνα.
Εκεί που ο αντίπαλος
δεν είναι ο απέναντί σου
μ’ αυτό που σ’ αντιμάχεται
βαθιά μες στην ψυχή σου.
Εκεί σε θέλω, μάγκα μου,
στο ύψος σου να στέκεις,
στις λύπες και στις ήττες σου
να βρίσκεις πως ν’ αντέχεις.