Πουλάκι γοργοφτέρουγο,
πουλί ξενιτεμένο,
ήρθε στο μπαλκονάκι μου
χωρίς να το προσμένω.
Τι θες, πουλί μου όμορφο,
και στέκεις στο περβάζι;
Γιατ’ είναι το τραγούδι σου
πνιγμένο στο μαράζι;
Εγώ ήρθα απ’ την Ανατολή
με τ’ άρματα διωγμένο
και είναι το λαρύγγι μου
στεγνό, καψαλισμένο.
Βάλε σε τάσι ξομπλιαστό
νερό να ξεδιψάσω
και φύτεψε σε μια γωνιά
βοτάνια ν’ απαγκιάσω.
Ησύχασε, πουλάκι μου,
κι εδώ είμ’ εγώ για σένα.
Φωλιά κι αγρύπνια θα γενώ,
ν’ ανθίσουν τα καμένα.