Στη μέση του καλοκαιριού
η μέρα αναστενάζει.
Αχάραγα πιάνει δουλειά
κι ο ιδρώτας ώρες στάζει.
Βαστά μες στο ζεμπίλι της
ντομάτα, ελιές και λάδι
να κολατσίσει ζυμωτό,
βρεμένο παξιμάδι.
Έχει στ’ αυτιά του τζίτζικα
το επίμονο τραγούδι
και τρέμει μην αστόχαστα
καεί το πελεκούδι.
Μες στην καρδιά της θάλασσα
φυλάει κυματούσα
κι ένα νησί με Παναγιά
σεμνή, Γλυκοφιλούσα.
Τα μάτια με πλατύγυρο
καπέλο προστατεύει
κι όπου τα χείλη ακουμπά,
μαγεύει και παιδεύει.
Στη μέση του καλοκαιριού
η μέρα είναι πελώρια.
Τόσο, που λέμε σώνει πια!
να πάψουν τα μποφόρια.