Αντίσταση

Ένα καράβι έχει ριζώσει στο αυτί μου.
Αδημονεί να καμακώσει την ψυχή μου.
Δεν είσαι μαύρη σημαδούρα, μου σαλπίζει.
Κοντά σου κάθε μελλοθάνατος ελπίζει.
Εγώ σκυφτή ψάχνω κοχύλια στο λαιμό σου.
Εσύ κοιμάσαι και ξυπνάει τ’ όνειρό σου.
Ποιος ξέρει, φως μου, αν ποτέ θα ειδωθούμε.
Ίσως μονοιάσουμε, μπορεί και να χαθούμε.
Μα πάντα τρίτωνες θα έχεις στα μαλλιά σου.
Θα ταξιδεύω μ’ οδηγό την ξαστεριά σου.
Κι όταν θα γράφω αλλοπρόσαλλα στιχάκια,
θα βρίσκεις νότες να τα κάνεις ταξιμάκια.
Έτσι, σαν δέντρο θ’ ανεμίζεται ο κόσμος.
Θα είναι ελιά, θα είν’ αμπέλι, θα ’ναι δυόσμος.
Βαθιά θα πλέουμε με σώματα από τούλι.
Θεοί και δαίμονες ας στήνουν καραούλι.
Δεν θα στραγγίζουν την ανάσα του έρωτά μας.
Εμείς θα γίνουμε φτερά για τα παιδιά μας.
Μη με ρωτάς πως το γνωρίζω, δεν κατέχω.
Εγώ στα μάτια βγάζω λέπια για ν’ αντέχω.
Μα εσύ ν’ αράζεις, γλυκασμέ μου, σ’ οπωρώνες.
Δροσιστικά να καβαντζάρεις τους αιώνες.
Κι όταν, ναυτίλων τρυγητής, μπαρκάρεις πάλι,
κάνε με πλάι σου απέθαντο κοράλλι.