Έχωσα σε μια γλάστρα στο μπαλκόνι μας μερικά σποράκια που μάζεψα πριν τρία χρόνια από την παραλία στα Λεγραινά, όπου ακόμη διατηρούνται κάποιες αμμοθίνες. Δεν πίστευα ότι θα φυτρώσουν, η άμμος, η ακρογιαλιά είναι η δική τους πατρίδα. Όταν πριν τρεις μέρες άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και το είδα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το μπαλκόνι ευωδίαζε, ο βασιλικός δίπλα του, το θυμάρι, ο δυόσμος, η ματζουράνα, η ρίγανη, το φασκόμηλο το κοιτούσαν με απορία, θαυμασμό και ζήλια. Τόση λεπτότητα, τόση συμμετρία, τόση ταπεινότητα, τόση ομορφιά…
Από εκείνη τη στιγμή δεν παίρνω τα μάτια μου από πάνω του. Με το που θ’ ανοίξω τα μάτια μου το ξημέρωμα, του λέω καλημέρα. Πριν κοιμηθώ, αργά τη νύχτα, με καληνυχτίζει με το θεσπέσιο άρωμά του. Καιγόμαστε, το κοιτώ και τα μάτια μου υγραίνονται. Δεν είναι ο καπνός από τους τελευταίους πράσινους πνεύμονες της Αττικής που έγιναν παρανάλωμα. Είναι η συγκίνηση. Εδώ, πλάι μου, σ’ ένα μπαλκόνι στην Άνω Νέα Σμύρνη, ένα κρινάκι της θάλασσας ανθίζει μέσα στην πυρά αυτού του άχαρου καλοκαιριού. Επιμένει να προσφέρει ελπίδα και ομορφιά. Αντιστέκεται αθόρυβα, με γαλήνια επιμονή. Με παρηγορεί, με πεισμώνει να μην παραιτηθώ, με ξεσηκώνει να δείξω την κλίση και την κράση μου. Δεν χρειάζομαι κραυγές και φανφαρόνους στις οθόνες και ακαλαίσθητες, δυστοπικές αποδόσεις τιμών στις ρίζες μου για να νιώσω επαρκής και ικανή. Pancratium maritimum είναι τ’ όνομά μου. Και κραταιά ως έρωτας η αλήθεια κι η γενιά μου.