Ο άνεμος στέλνει φωτιά και δίψα για ταξίδι
κι εσένα για να μου κρατάς τσ’ αγάπης αντικλείδι.
Αχνίζει η πλάση ολόγυρα, στενάζουνε τ’ αμπέλια
και τα πουλιά γλεντοκοπούν στων πλατανιών τα τέλια.
Στης πόλης τα διαζώματα, σιμά στους καταρράκτες
μια γερακίνα απάντησα κουκουβιστή σε στάχτες.
Μπροστά της κοντοστάθηκα, με κοίταξε στα μάτια
κι είχε τα μάτια ολόχρυσα, σαράντα δυο καράτια.
Πες μου κυρά και μάντισσα κι αφέντρα της γενιάς μου,
ποια μάγια έχουν χρεωθεί τα φύλλα της καρδιάς μου;
Γιατί ν’ ανοιγοκλείνουνε καθώς οι Συμπληγάδες,
μακριά τους ν’ αποδιώχνουνε πεζούς κι αρμενιστάδες;
Εκείνη τότε έσκυψε βαθιά στον εαυτό της
και δίχως να μου χαριστεί, είπε τον οιωνό της.
Μ’ έβαλε να καθρεφτιστώ μες σε νερά βελούδα
κι είδα κουκούλι ολόλευκο με νύμφη πεταλούδα.
Μα είχε τις αμπάρες του πολύ σφιχτά πλεγμένες,
και τις λιανές φτερούγες της στους κόμπους μαγκωμένες.
Κι από τη ζέστα την πολλή και της φωλιάς το μέλι,
να λησμονήσει κόντευε η άμοιρη ίντα θέλει.
Κι ενώ ποθούσε απ’ το κλουβί ετούτο να το σκάσει,
φοβότανε να κουνηθεί, μην τύχει και το σπάσει.
Τις νύχτες μόνο, που ’βγαινε τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
απ’ την καρδιά της έσταζε ατόφιο κεχριμπάρι.
Στη γης κάτω όπου άγγιζε, φύτρωνε πικροδάφνη
κι αν σκόρπιζε στον ουρανό, γινόταν στάλες πάχνη.
Ωσότου αγγελοσκιάχτηκε μια νύχτα, απελπισμένη
κι απ’ το πολύ το τίποτα διάλεξε να προσμένει.
Έλυσε κάτω τα μαλλιά, στη χούφτα πήρε πέτρα
και των προγόνων τις βουλές με τη σειρά εμέτρα.
Η πρώτη του νιογέννητου παιδιού ήταν ο τρόμος,
όταν μπροστά του ξαφνικά απλώσει νέος δρόμος.
Η δεύτερη του έφηβου η άσβεστη λαχτάρα
να σπαταλήσει τη ζωή στου ονείρου την αντάρα.
Κι η τρίτη, η βαρύτερη, η προσταγή της φύσης,
που σ’ ορμηνεύει: πρόσεχε ποια στράτα θα τραβήξεις.
Ταξίδι απρόβλεπτο η ζωή, κάνει όπου θέλεις στάση
μ’ αν τη ζορίσεις, εύκολο το ’χει να σε χαλάσει.