Το Ξημέρωμα

Σαν φέγγει το ξημέρωμα,
χαράζει κι η καρδιά μου
και βγάζει στο περβάζι της
όλα τα υπάρχοντά μου.

Να τ’ αερίσει μια ολιά
για να φρεσκαριστούνε
κι απέ στα φυλλοκάρδια μου
πάλι να ξαναμπούνε.

Το Δέος πρώτα το άφατο
που έχω για την Πλάση,
αφού την αρμονία της
κανένας δεν θα φτάσει.

Τον Πόθο τον ασίγαστο
για κάθε τι Ωραίο,
που με κρατά και στο βυθό
ορθή για ν’ αναπνέω.

Την άγια Τρυφερότητα
για όλα τα μικράκια,
στη γη πάνω όπου βρίσκονται
ή και στα συννεφάκια.

Την Απορία για όλα αυτά
που εξήγηση δεν έχουν.
Και μίτο και λαβύρινθο
μονάχα αυτά αντέχουν.

Τον Φόβο, τον Εγκέλαδο
για κάθε μου σκοτάδι
και για εκείνο που κοσμούν
οι ασφόδελοι του Άδη.

Το Ρίγος το ζωοποιό
για της γραφής το στίβο,
αφού τη Μούσα μου όταν βρω
κάθε στιγμή μου νίβω.

Της Περηφάνιας το δαδί
για κάλλη, ανδραγαθίες,
που η πατρίδα μου ιστορεί
εδώ και χιλιετίες.

Το Σεβασμό για τα όνειρα
που τρέφουν την ελπίδα
πως η λιακάδα ακολουθεί
μετά την καταιγίδα.

Και τη Συμπόνια τη χρυσή
για κάθε θλίψη ή πόνο,
που αφήνουν όποιον τα περνά
στα πλήθη μέσα μόνο.

Και τελευταία μα κραταιά
η Αγάπη, να, η κοκόνα,
που σ’ υπαρκτά κι ανύπαρκτα
σκιρτά σαν λαμπηδόνα.

Σαν φέγγει το ξημέρωμα,
χαράζει κι η καρδιά μου
και βγάζει στο περβάζι της
όλα τα υπάρχοντά μου.

Να τ’ αερίσει μια ολιά
για να φρεσκαριστούνε
κι απέ στα φυλλοκάρδια μου
πάλι να ξαναμπούνε.