Χρυσοπλάτανος

Ρωτώ τον χρυσοπλάτανο τα σύννεφα που πάνε,
όταν το πανωκόρμι του αγγίζουν και περνάνε.
Μα εκείνος δεν αναριγά, απόκριση δεν δίνει,
μονάχα στέκει αγέρωχος, χιονόνερο αργοπίνει.

Ρωτώ το γλυκοχάραμα με τα χλωμά του αστέρια
πως νταγιαντιέται ο χωρισμός απ’ της ζωής τα χέρια.
Μα ούτε εκείνο απαντά, το φως του πασπαλίζει,
της νύχτας τον μαβί ουρανό σεμνά ξεπροβοδίζει.

Ρωτώ και την αγάπη μου πού πιότερο ανασαίνει,
τι ψυχωμένη καρτερεί κι από που ξεμακραίνει.
Μα ούτε εκείνη στέκεται σιμά μου ν’ απαντήσει,
δεν προλαβαίνει απ’ το τρεχιό να το ξεκαθαρίσει.

Αγώνας ατελεύτητος αυτός που δείχνεις να ’σαι,
ελεύθερος κι ακέραιος τον κόσμο ν’ αφουγκράσαι.