Του πόνου του ακατάλυτου
το δάκρυ έχει αψάδα
και κόβει ως τσίλικος σουγιάς
τη Μεγαλοβδομάδα.
Πικρά ανασαίνει ο ουρανός
τα σύννεφα μαζώνει
κι αν κατεβάσει στοχασμούς
κανείς δεν του γλιτώνει.
Ρακόμελο μες στο γυαλί
κουκιά με παξιμάδι
τα λεμονάνθια αναριγούν
ο κόσμος στο αλφάδι.
Κι ένα πουλί αφτέρουγο
ψελλίζει τον κανόνα
να συσταθούν τ’ αμάραντα
στου Άδη το λειμώνα.