Το πρόσωπο έστρεψα στου απείρου το φως
Τα χέρια γιγάντωσα να δείχνω Θεός
Αγγέλου φτερούγες ξεδίπλωσα, δες
Τη μύχια ανάγκη σου άφοβα πες
Δεν είμαι θηρίο, του Χάους σκιά
Σε ρίζα μετέωρη χτίζω καρδιά
Μα εσύ, οπτασία μου, λάμνεις μακριά
Ποτέ σου δεν έσμιξες φθαρτή αγκαλιά
Γοητεύομαι. Σπάω, ρωγμή τη ρωγμή
Σιμά σου ανασαίνω σκοτάδι κι αυγή
Σπηλιά σε αρχέγονη πλάτη ζητώ
Να θέσω το Γόρδιο του κόσμου δεσμό
Σε στόμα χαμαιλέοντα, σκαραβαίου πατουχιά
Ποντίζω τ’ ανέγγιχτα, να γίνουν απτά
Καμπύλωσαν τα όνειρα. Φέγγουν αχνά
Ασπίδα σε πνεύμονα που πλάθει φωτιά
Πλανεύτηκα, χάθηκα σε γκρίζες κορφές
Πού κρύβεσαι Αλήθεια; Στο αύριο; Στο χτες;
Το σώμα σου κλίμακα. Παλαιοί αναβαθμοί
Ζωή ανεμόεσσα, του αγνώστου σπουδή
Αν δεις ν’ ανεβαίνω σ’ επάλξεις σκληρές
Θα είναι για πόλεμο μ’ ορδές μιαρές
Χλωμή αστροπόρος σε διάσελο οργής
Βραχόπλαστος χείμαρρος μιας νέας αρχής
Μη φύγεις. Στυλώσου και λάμψη οδηγό,
Κομήτη μου στείλε, πριν σβήσω, χαθώ.
Από την ανέκδοτη συλλογή μου “Φωτο-Ποιήματα”, 22 Νοεμβρίου 2014.