Προφητικό (Δεκέμβρης 1995)
Από το δάκρυ τ’ ουρανού γεννήθηκε ένα αγρίμι
κι απ’ της ψυχής του τη χορδή πολίτικο ταξίμι.
Βαλάντωσαν τα σύννεφα, μεράκλωσαν οι ήλιοι
και στου Ολύμπου τα ριζά ανθίσαν κρόκοι χίλιοι.
Ν’ ανέβει απ’ τα έγκατα της γης η Περσεφόνη
ν’ απλώσει πέπλα να λιαστούν σε ξέφραγο αλώνι.
Κι απέ να τα μοσχοντυθεί, το γιόμα, στο σεργιάνι,
η Κρήτη να κουζουλαθεί και να φουντώσει η Μάνη.
Και να πιαστούν οι μάγισσες να φτιάξουν παλικάρια,
με τα πουκάμισα ανοιχτά και με λυτά ζωνάρια.
Που σ’ όρκους δεν θα πιάνουνται, μηδέ θα προσκυνούνε,
παρά σαν τ’ άγρια θεριά το αίμα τους θ’ ακούνε.
Κι όταν θ’ ανάβει πόλεμος, για της καρδιάς αντάρα,
τη γλυκολάλητη, μαθές, θα πιάνουν την κιθάρα.
Γιατί καημό δεν μέρωσε του μαχαιριού η κόψη
κι έρωτα τη βαφτίσανε τη φωτεινή την όψη
του ρήγα, που κανοναρχεί τη φύση και τη ζήση
και που δεν φανερώθηκε πλάσμα να τον νικήσει.
Κόπιασε Χάρε, Άρχοντα, εγώ δεν σε φοβούμαι.
Στους Κάτω Κόσμους κι αν με πας, τη ρίζα μου θυμούμαι.
Ο Πλάστης μου μ’ εμάλαξε μ’ αίμα, χώμα κι αλμύρα
κι απ’ τη θωριά του έσταξε φως, μα εγώ τον αποπήρα.
Γεννήτορα κι αφέντη μου σύρε για τη γωνιά σου.
Μ’ έπλασες, μα μη στοχαστείς πως θα γενώ σκιά σου.
Εγώ θα ρίξω στο γιαλό διπλόφαρδη σανίδα,
μάτια θ’ απλώσω για πανιά και μπράτσα για πυξίδα,
να πλημμυρίσω τις στεριές, τις θάλασσες να οργώσω,
και με ατίθασα όνειρα στράτα να χαλικώσω.
Σπύρος Βασιλείου
Διαχρονικό
Στ’ αετώματα του κόσμου
εναπόθεσα το βιος μου:
δυο κουπιά κι ένα μαχαίρι,
των ονείρων μου τ’ ασκέρι.
Στου φιλιού σου το πηγάδι,
με κατάπιε το σκοτάδι,
μα το μπλάβο πάπλωμά του,
άστρα είχε για στρίφωμά του.
Στου καιρού μας την παγόδα
έκαναν το δάκρυ μόδα,
όλοι αυτοί που στους καθρέφτες
στήνουν τύραννους και ψεύτες.
Της Ελλάδας η ιστορία
ίδια πάντα συμπαιγνία.
Μια σιωπά και μια αλαλάζει,
μα τροπάρι δεν αλλάζει.
Δες! Το γέλιο σου ανεμίζω.
Το καϊκι μου αρμενίζω,
μια μπροστά και μία πίσω,
ώσπου να σε συναντήσω.
Αυταπάτες πια δεν έχω.
Σ’ αγαπώ, γι’ αυτό αντέχω.
Κι ας μη μας χωνεύουν όλοι
κι ας μην πάρουμε την Πόλη.
Marc Chagall, The Painter: To the Moon
Εκλογή
Φεγγάρι έκλαψε βροχή
Βροχή γέννησε αστέρι
Κι ένα παιδί ξαπλώθηκε
Σε ξομπλιαστό μιντέρι
Τα μάτια του στέλνει ψηλά
Στα ξέσκεπα ουράνια
Να τα ρωτήσει αν συμπονούν
Της γης τα καραβάνια
Σιμώνει ένας άγγελος
Και μια απ’ τις τρεις Μοίρες
Για τα καλωσορίσματα
Με ούτια και με λύρες
«Εδώ», τους λένε, «που ’ρθατε
Οι πόνοι ξεπερνιούνται
Κι οι αγωνίες, τα πάθητα
Αμέσως λησμονιούνται
Φτάνει να είστε άξια
Με θέληση ατσαλένια
Γιατί και βράχο καταλεί
Των εγκοσμίων η έννοια»
Τα μάτια κλείνει το παιδί
Ν’ απλώσουν τα όνειρά του
Μια κουνουπιέρα ζάχαρη
Στην τρυφερή καρδιά του
Τάσσος (Αλεβίζος), Το κορίτσι με τα μικρά δένδρα
Προς «αιωνίους βουλευτές»
Εγώ θα βρω το δρόμο μου
κι όταν του πω τον πόνο μου,
αυτός θ’ ακούει σιωπηλός
και θα ραγίζει σαν πηλός,
που αντέδρασε στο ψήσιμο
κι έκαψε το νηστίσιμο.
Εγώ θα βρω την άκρη μου,
τα πλάτη και τα μάκρη μου.
Εκείνα χάρτες θα κεντούν
κι εγώ θα σκύβω να μου πουν,
πότε σωστά περπάτησα
και πότε παραπάτησα.
Εγώ τον μπούσουλα θα βρω,
μια στον αφρό, μια στο βυθό.
Εσύ να δούμε που το πας,
που απ’ την αρχή όλο ξεκινάς,
στα λόγια αεικίνητος
και στην ουσία ακίνητος.
Γήση Παπαγεωργίου, Ο φάρος στο Καστελλόριζο
Χοχλιδάτο
Τα χείλη γιάντα σφάληξες, καρδιά μου, και πλαντάζεις
κι όσα κι αν σε καψώνουνε δεμάτια τα στοιβάζεις;
Φυσήξτε ανέμοι, πάρετε τα σιδερένια αμόνια
που οι πίκρες αποθέσανε στ’ ανύποπτά μας πιόνια.
Αν είχα πέλαγο κορμί, τα κύματα για χέρια
με δυο μονάχα δρασκελιές θ’ ανέβαινα στ’ αστέρια.
Να ξεμακρύνω, να χαθώ στου απείρου τους οντάδες,
της Άρκτου και του Αυγερινού να πλέκω μαντινάδες.
Να γίνω αστραπόβροντο, στα σύννεφα χαράκι
κι απέ να πέσω σα βροχή, να σβήσω το μεράκι.
Δεν έχει σπίτι ο βουτηχτής, πατρίδα το γλαρόνι,
δεν είναι για χρυσό κλουβί της λαγκαδιάς τ’ αηδόνι.
Μην τον ξεσυνερίζεσαι, καρδιά μου, τον αητό σου.
Για να σου τρώει τα σωθικά, κατέβη στο πλευρό σου.
Κι αν έχεις αίμα αψίκορο και χοχλιδάτη έννοια,
τους λογισμούς σου φτέρωσε, χρυσά πέρνα τους γκέμια.
Να ξεχυθούν ως Πήγασοι στα συννεφένια αλώνια,
καρπό για να θερίσουνε απ’ τα ώριμα τα χρόνια.
Τα που ο μεγάλος ο Ζευγάς έσπειρε δίχως βιάση
κι απέ να ξελογαριαστούν τ΄άφησε, πριν τα μάσει.
Ποια μάνα, ποια καλόγνωμη κυρά θα του προσπέσει,
όταν μια αυγή καταπιαστεί το στάρι για ν’ αλέσει,
να ’ναι μια στάλα μπόσικος στο κόσκινο, στο ζύγι
χαρά για να ’βρουν οι πολλοί και παιδεμό οι λίγοι;
Δεν είναι άλλο ριζικό πιο μαύρο απ’ του ανθρώπου,
που όσες φορές κι αν γεννηθεί, θα ζήσει το χαμό του.
F. Caspar David, Drifting Clouds
Προεκλογικό
Κι αν έχασα, δεν χάθηκα.
Για λίγο ίσως μαράθηκα,
μα ύστερα σηκώθηκα
και πάλι ξεσηκώθηκα.
Εσύ δεν με κατάλαβες,
ούτε όταν με μετάλαβες
σαν Ιφιγένεια στο βωμό σου,
θυσία του Εμείς στο Εγώ σου.
Εγώ σου ’γραφα ποιήματα,
μα εσύ έψαχνες για θύματα.
Έντυνα μ’ όνειρα τ’ ακόντια,
ενώ εσύ έμπηγες τα δόντια.
Εσύ, ο πανταχού παρών,
στα δύσκολά μου ήσουν απών.
Μα εγώ, χωρίς να το ζητήσεις,
γινόμουν τοίχος ν’ ακουμπήσεις.
Δεν στάθηκες για να νοιαστείς
τη δίψα της δικής μου γης.
Υπήρξες το αυτονόητο
κι εγώ παιδάκι ανόητο.
Γιατί δεν ήσουν ο Αλλιώς,
μονάχα ενός φραπέ ο αφρός.
Στιγμιαίο πάθος κέρασες
κι αδιάντροπα προσπέρασες.
Όμως τα δίκοπα μαχαίρια
συχνά πυκνά αλλάζουν χέρια.
Κι όσοι τη μνήμη εξοστρακίζουν,
φυλλορροούνε και σαπίζουν.
Πιο δυνατές κι απ’ τις ιδέες
είν’ της αγάπης οι παρέες.
Αλλά τις αξιώνονται
αυτοί που δεν καμώνονται.
Δεν σ’ αγαπώ πια και πονώ
για την αλήθεια που θα πω:
που ’σαι μόνο για λύπηση
και ούτε καν για εκδίκηση.
Charles Courtney Curran, The Veiled Cloud