Νιώθω την ανάγκη να σου μιλήσω κι ας ξέρω ότι δεν μ’ ακούς. Γιατί «κραταιά ως θάνατος αγάπη» κι ο τροχός του κόσμου γυρίζει με το απαλό της κέντρισμα.
Εσύ, ψυχή μου, με ανθίζεις απροσδόκητα. Παραμονεύεις από τη σκοτεινή μου ρίζα τον άνεμο σαν παιχνιδιάρικο λιοντάρι και γραπώνεις στον αέρα τις πεταλούδες σκέψεις μου.
Εσύ μαζεύεις το μέλι μου από την εύπλαστη κερήθρα και πασπαλίζεις με κανέλα τις σκληρές μου λύπες, για να εισπνέεται πιο ευγενικά ο πόνος.
Εσύ η λύσις, εσύ και η δέσις, η γονιμότητα των μοναχικών στιγμών μου και η αφορμή των ιερών πολέμων μου.
Εσύ το άφταστο και περιπόθητο κεφάλι του ιδανικού μου σώματος, εσύ η ειμαρμένη καταγωγή μου, η αγρυπνώντας αναπαυόμενη στη μυστική φωλιά των μηρών.
Θυσιάζω στην κυριαρχία σου και σε μαγεύω με τον αγώνα μου εναντίον της. Γιατί αυτή η αλληλουχία είναι η διαχρονική αγάπη, η λαξευμένη από θυμούς και ταπεινές γονυκλισίες, η ημίθεος και η γεμάτη ανθρώπινες μικρότητες ταυτόχρονα, καθαρτήρια και κολαστήρια, η εύγευστη και αδιάφορα άτεγκτη, σα Χάος.
Εσύ είσαι η αγάπη κι εγώ η απόδειξή της. Γι’ αυτό πορεύεσαι, εσύ το άλλο μου μισό, το άρρεν, πάντοτε μονάχο και μακριά μου. Γιατί δε χρειάζεται η αγάπη αποδείξεις.
Ψηλαφίζω τις σκιές των βλεμμάτων σου στα μάγουλά μου, τα νεογέννητα λυκάκια των ερώτων σου, που αναμετριούνται, παίζοντας, σε κάθε σπηλιά του αίματός μου.
Όλα τα δικά σου τα αόρατα, τα βλέπω εγώ.
Όλα τα δικά μου τα ορατά, τα φοβήθηκες εσύ.
Όμως και τους φόβους σου αποτόλμησα, μικρή γαρ κι αμάθητη στην τόλμη, να ξεψαχνίσω. Και στρώθηκα κατάχαμα στον εαυτό μου, σαν Πυθία κι έσπρωξα με δάχτυλα τρεμάμενα τα δαφνόφυλλα και το πιπέρι στου βωμού το στόμα. Κι άστραψε και σπίθισε η μαγεία και πιάστηκε με την αλήθεια στην παλαίστρα. Κι αναστέναξε το θαλασσοπούλι στην καρδιά μου, όπως ποτέ κι όπως για πάντα.
Εσύ είσαι η καρδιά κι εγώ ο παλμός της. Γι’ αυτό δε στάθηκες ποτέ να μ’ αφουγκραστείς. Επειδή ήταν αυτονόητο ότι σου ανήκα. Ηχούσα φιλότιμα και σταθερά και σου θύμιζα το χρόνο. Μα δεν έχουν για τίποτε άλλο οι καρδιές αυτιά, παρά μονάχα για τα απροσδόκητα ραπίσματα.
Πως μπορούσα να επιμένω να μ’ ακούσεις;
Νόμιζα ότι δεν θα έρχονταν ποτέ τα πάθη. Νόμιζα πως μονάχα στην έξαψη και τη γλυκύτητα του ταξιδιού θα με κοινωνούσες.
Κι ήρθαν τα πάθη. Κι ήρθαν το φθονερό μάτι των Φαρισαίων, η αγωνία στο όρος των Ελαιών, ο Ιούδας και τα προδοτικά φιλήματα, οι τρεις αρνήσεις πριν τη χαραυγή, τα μαρτύρια και τα μαστίγια, ο εμπαιγμός στην αυλή των Ρωμαίων, η υποκρισία και η χολή των Αρχιερέων, η δίκη, η καταδίκη, το «νίπτω τα χείρας μου» του Πιλάτου και ο διαμοιρασμός των λιγοστών μου υπαρχόντων από τις παρατρεχάμενες συγκυρίες. Ήρθε ο δρόμος προς το Γολγοθά κι ο Γολγοθάς ο ίδιος. Ήρθε η Σταύρωση και τα ατσάλινα καρφιά στο σώμα κάθε γης και κάθε θάλασσας που διαβήκαμε μαζί.
Όλα ήρθαν κι όλα με πέρασαν, βήμα το βήμα, στην αντιπέρα μου όχθη. Εκεί που δεν υπάρχει ανάγκη να σου ζητήσω το παραμικρό, ή το μέγιστο. Γιατί δεν βρίσκεται στον κόσμο άλλη αγάπη πιο δίκαιη και πιο πλήρης, από την αγάπη που μας επιστρέφει -σαν κόκκους σκόνη- στον αρχικό προορισμό μας.
Κανένα πάθος δεν ενέχει μόνο τη σταύρωση και κανένα λάθος δεν ενέχει μόνο την ποινή. Μ’ αυτήν την αλήθεια με λίπανες κι ήταν δικό μου θέλημα το να βλαστήσω ανθρωπινότερη.
Πάσχα, που σημαίνει Πέρασμα.