Ιούλιος 2016

SPETSES_AΣπέτσες

Σ’ αυτήν την κόχη που φυλάω Θερμοπύλες,
παλαιών ηθών τις λιοπερίχυτες καμπύλες,
δεν το αρνούμαι: μοναξιά είναι η αλήθεια
που δεν λιμνάζει στην κατάκοπη συνήθεια.

Ξύλο κι ασβέστη κι αιχμηρό μου κεραμίδι,
κάτω απ’ τα πούπουλα τροχίζω το κοπίδι.
Εσείς τα τρία η φτενή μου περιουσία
μα πάντα χτίζατε ακατάλυτη ουσία.

Σπουδή τα μάτια των προγόνων και φεγγίτες.
Πως πολεμούσαν ξωτικιές και Δροσουλίτες!
Απτά, υπόκωφα, θυρανοίξια πραγμάτωναν
στο σίδερο έλικες θεμέλια πυράκτωναν.

Κι εσύ ομορφιά μου κορακάτη που φωλιάζεις
σε νύμφης πρόσωπο σαν ξεκαλοκαιριάζεις,
πες μου τι έχω η Ερειπωμένη να προσμένω,
για πόσο ακόμη τη φθορά θα υπομένω;ERMIONI_PEFKOERMIONI_A

Ερμιόνη

Αυτό το δάκρυ στων ρυτίδων σου την άκρη
το χρυσοτρίκλινο στου θέρους το παλάτι,
ποιο μυστικό τάχα ανείπωτο να κρύβει,
ποια αναδυόμενη βρεφοκρατούσα Ήβη;

Αυτό το πράσινο πευκοβελόνας χέρι
που αψηφά κάθε ανυπότακτο αγέρι,
ποιας ρίζας δύναμη να θρέφει γρανιτένια,
ποιας μοναξιάς τη θαλπωρή την κοχυλένια;

Αυτό το κράσπεδο το βραχοσμιλεμένο
που γειτονεύει με το κύμα το αφρισμένο,
σε ποιο υποβρύχιο λημέρι να σε βγάζει,
σε ποιας Νηρηίδας ανεμώνης το περβάζι;

Όλα κυανόλευκα. Κι οι θύρες και τα μάγια
της Ποσειδώνιας πατρίδας μου τα άγια.
Κι εγώ με μάτια σφαλιστά, παλιά ερμάρια,
πουλιά ονειρεύομαι και δίκαια φεγγάρια.ERMIONI_VRAXOS

Πόρτο Χέλι

Εγώ να γράφω. Εσύ να παίζεις, να γελάς, να κολυμπάς.
Εγώ να γράφω. Εσύ, άπιαστο κύμα, τη ζωή να τραγουδάς.
Εγώ να γράφω. Εσύ τον κόσμο με γυαλιά παραμυθένια να κοιτάς.
Εγώ να γράφω. Εσύ στην ξεγνοιασιά σαν γλαροπούλι να βουτάς.
Εγώ να γράφω. Εσύ, όταν λυγίζω, μες στο φως να με κρατάς.ERMIONI_SKALA

Πραξικόπημα (Τουρκία, ώρα μηδέν)

Σεβαστή Εκάβη κι Ανδρομάχη και Κασσάνδρα εσύ
αφήστε τη μακριά σας κόμη ξέπλεκη.
Δεν ωφελεί πια η τόση δεξιοσύνη στους καλλωπισμούς.
Ποιοι να θαυμάσουν τις περίτεχνες κομμώσεις σας,
τους ελικοειδείς βοστρύχους και τα σκαλιστά διαδήματα;
Οι γιοι, τ’ αδέρφια, οι πατεράδες και οι σύζυγοι,
ως και οι έφηβοι και τ’ άγουρα παιδόπουλα,
στ’ αλώνια χύθηκαν και πολεμούν αχόρταγα.
Τυφλά κι αδέσποτα χτυπούν και αφανίζονται.
Ποιος ο εχθρός; Ποιον απειλεί; Γιατί επιτίθεται;
Κανείς δεν ξέρει. Ούτε στη γηραιά δικαιοσύνη πια ορκίζεται.
Μια μάσκα φόβου αιωρείται στον ορίζοντα.
Σαν αντικρίζονται, ένας αδέκαστος θεός
είναι το νεότευκτο του καθενός το πρόσωπο.
Μια σκοτεινιά. Βουβή οιμωγή. Κι ύστερα έρεβος.
Όταν αγγίζονται, σπίθες οργής εκλύονται.
Ξεσπά μπουρίνι. Κάθε στέρνο κι ένας Κέρβερος.
Κι εσείς οι μάνες, οι θυγατέρες, οι αδερφές,
εσείς οι σύζυγοι κι οι κορασίδες οι μικρές
πάλι με στάχτες το κεφάλι πασπαλίζετε.
Πάλι κραυγάζετε βουβά, πάλι θρηνείτε γοερά.
Πάλι ικέτιδες προσπέφτετε γονυπετείς
ένα στεγνό και άδειο ουρανό εκλιπαρώντας
να μην τρυγήσει άλλο αίμα ο Χάροντας.
Γιατί ήπιε φαρμάκι ναργιλέ και παραφρόνησε
κι ως μακελάρης άρχοντας μυριάδες μάγεψε,
ανύποπτους και ύποπτους αρσενικούς πυρσούς.
Και τώρα παίζει, αφανίζει κάθε φλόγα τους.
Με μία μόνο πατουχιά την κάνει ανάμνηση
θηλιά για σας τα θηλυκά τα ανυπεράσπιστα.
Πόσο σας σκέφτομαι…Λες και το Αιγαίο
μία αβαθής λακκούβα αλάτι μόλις έγινε
και δεν υπάρχει πια στεριά ευσπλαχνική
μια προσευχή κοινή να πούμε, ν’ ατσαλώσουμε.
Δεμένη η θάλασσα βαριανασαίνει κι απελπίζεται.
Ούτε ένας γλάρος με κρωγμό ευοίωνο υπερίπταται
στα σιδερόφρακτα αναιμικά κατάρτια της.
Πόσο πληγώνομαι κάθε στιγμή που ψυχοπιάνεστε
γιατί ένας κρότος τουφεκιού σιμά ακούγεται.
Τι ν’ αποθέσω στη σεμνή σας αγκαλιά
πως ν’ αποσύρω του κλαυθμού και του οδυρμού
τα γκριζοπλόκαμα τ’ ανίερα απ’ το στήθος σας;
Γυναίκα αλύτρωτη η Ειρήνη στα λημέρια σας
μόνο ο Καιάδας σε καιρούς τέτοιους θα έπρεπε.
Σθένος! Μονάχα εσείς ίσως μπορείτε απροσδόκητα
την Ύβρη και τη Νέμεση, το Κράτος και τη Βία να στομώσετε,
αρκεί το ανάστημα στο σκότος να ορθώσετε.
Δεν ξέρω να σας πω το πώς, πολύτιμές μου ομογάλακτες.
Μα προσπαθήστε το. Γιατί άλλη Έξοδος δεν θα υπάρξει πια
από τα κουρνιασμένα στις αγάπες σας φτερά.PERISTERIA_SPETSESCOSTA_BIANCA_A

Costa Bianca

Αν είμαι εγώ αμέτρητα λευκά σπαρμένα βότσαλα,
εσύ είσαι το αχνογάλανο νησί της ουτοπίας μου.
Ένα ποτάμι θάλασσα κυλά ανάμεσά μας.
Θα το διαβούμε; Θα ’ρθει κάποτε η σειρά μας;

Αν είμαι εγώ οι Συμπληγάδες μου οι παλλόμενες,
εσύ είσαι ο Ιάσονας με την Αργώ σου απόντιστη.
Μην βγεις στον πηγαιμό μου, λένε οι μάγισσες.
Θα υποταχτείς; Ή στου Άη Λια το κορφοβούνι θα ταχτείς;

Αν είμαι εγώ των οριζόντων η θεσπέσια επιδερμίδα,
εσύ είσαι ο ποιητής που πελαγοδρομεί ανέστιος.
Βασίλεψέ με. Δες τον κόσμο ν’ ανατέλλει.
Θα το τολμήσεις; Ή θα βυθιστείς για να μ’ αφήσεις;ERMIONI_ATHANATOI

Γαλήνη

Α, η Γαλήνη
Ένα αλαβάστρινο αστέρι μες στη δίνη
Να την αγγίξει η ψυχή μου δεν αφήνει

Μόλις τολμήσω
Το σκοτεινό μου ουρανό να συγυρίσω
Και το διχτάκι μου στο διάβα της να ρίξω

Λέπια φοράει
Γοργά του κόσμου το χαγιάτι προσπερνάει
Και σ’ επτασφράγιστο ναυάγιο βουτάει

Εκεί απαγκιάζει
Κι η αγωνία που με τρώει δεν τη νοιάζει
Αν καλοκαίριασε ή πως ξεχειμωνιάζει

Α, η Γαλήνη
Μία ιέρεια μ’ αλλόκοτη σαγήνη
Ζωγραφισμένη σε νησιώτικο λαγήνι

Δεν μ’ αγαπάει
Τα τάματά μου, τις σπονδές μου αψηφάει
Ούτε στα τρίστρατα για μένα ξενυχτάει

Κι εγώ λιμνάζω
Σε γρανιτένιο προσκεφάλι πλάτη βάζω
Και υπομένω και προσμένω και χειμάζω.VRAXOS