Xρωστάω στον Κώστα το Στοφόρο και στην “Παραμυθοκουζίνα” του ένα βυζαντινό παραμύθι που αφήσαμε στη μέση. Ιδού, λοιπόν, όπως διαμορφώθηκε, παρέα με τους μαθητές μου στο κλασικό τμήμα του 10ου Νηπαιγωγείου Νέας Σμύρνης μόλις προχτές. Λέλα Στρούτση, ετοιμάσου να προσθέσεις τις υπέροχες ζωγραφιές σου! Mια φορά κι έναν καιρό, όχι οποιονδήποτε αλλά βυζαντινό, ζούσε ένα παλικάρι. Νικηφόρος τ’ όνομά του κι είχε σπουδαία αποστολή, της ζωής του νόημα, όρκο και τιμή: Ακρίτας ήταν, φρουρός ακοίμητος στα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Πρώτος στη μάχη, πρώτος και στο χορό. Λεβέντης με τα όλα του, μύγα δεν σήκωνε στο σπαθί του. Ειδικά αν έπρεπε ν’ αντισταθεί στο κακό και στ’ άδικο. Σαν κάλπαζε καμαρωτός καβάλα στον Σπαθάτο, το κανελί το άτι του με την ατρόμητη θωριά, με άγγελο σταυραητό όλοι έλεγαν πως έμοιαζε… Να τους στο μονοπάτι, καβαλάρη και άλογο, τρεχάτους σαν κομήτες που σπαθίζουν αστραφτεροί και άπιαστοι το ουράνιο στερέωμα. Μήνυμα μυστικό πρέπει να παραδώσουν στον Αυτοκράτορα. Μήνυμα στενάχωρο, γιατί έτσι πάντα γίνεται όταν οι άνθρωποι μαγεύονται από τ’ ανάλαφρα και παραμελούν τα σοβαρά. Στάση «μαγειρεύεται» στην καρδιά της Μικρασίας τη χιλιόμορφη. Γιατί πολύ ζόρισε με τη φορολογία τους δουλευτές της γης ο Αυτοκράτορας και τα γεννήματα φέτος είναι λιγοστά. Θυμός και αγανάκτηση οπλίζουν το χέρι των φτωχών αγροτών. Ακούς εκεί να νοιάζονται μόνο για τα θεάματα στη Βασιλεύουσα. Να υποκλίνονται στη χλιδή και να καλοπερνούν και παραπέρα στις επαρχίες ο κοσμάκης να λέει το ψωμί ψωμάκι! Έβλεπε και άκουγε ο Νικηφόρος το καζάνι που έβραζε και αποφάσισε να προειδοποιήσει τον Αυτοκράτορα. Γιατί φωνή λαού, οργή Θεού, σίγουρα θα έρχονταν τα χειρότερα… Μα στο παλάτι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Εδώ και τριάντα συναπτά μερόνυχτα μια ύπουλη συνωμοσία βρίσκεται σε εξέλιξη. Άλλος το θρόνο ορίζει και τη χώρα διοικεί και όχι ο ηγέτης της ο πραγματικός. Κι αυτός ο άλλος διαθέτει μία ικανότητα αληθινά τρομακτική: των άλλων τις μορφές τέλεια μιμείται και δυστυχώς όχι μόνο για να προκαλεί την ευθυμία. Είναι ο δαιμόνιος Γελωτοποιός του παλατιού. Που σ’ όλα τα κατεργάρικα είναι μέσα και καθόλου δεν έχει μπέσα! Που στήνει αυτί πίσω από κάθε τοίχο και καταγράφει και χρησιμοποιεί προς όφελός του κάθε λόγο και κάθε ήχο…Με τον ζηλόφθονα και άπληστο αδερφό του Αυτοκράτορα τα έχει συμφωνήσει και κάτι απίστευτο μαζί έχουν δρομολογήσει. Το θρόνο έβαλαν στο μάτι, τα πλούτη ορέχτηκαν Δυνατών και αδυνάτων να αρπάξουν. Γι’ αυτό τον Αυτοκράτορα με πονηριά απήγαγαν μια νύχτα δίχως άστρα, απ’ τα ψηλά της Κωνσταντινούπολης τα κάστρα. Σ’ ένα μπουντρούμι υπόγειο κρυφά τον οδηγήσαν, πιστάγκωνα αλυσοδεμένο, με τα μάτια φυλακισμένα σε μαύρο μεταξωτό μαντήλι και στόμα φιμωμένο. Στην κάμαρά του επέστρεψε γοργά ο Γελωτοποιός και όταν ξανά στον κόσμο παρουσιάστηκε, ήταν…ο Αυτοκράτορας φτυστός! Φτάνει μετά από πολλά μπροστά του ο Νικηφόρος, με σεβασμό υποκλίνεται, έτοιμος το μυστικό του μήνυμα να παραδώσει. Μα κάτι απροσδιόριστο μουδιασμένο τον κρατά, κομπιάζει, διστάζει, τον ψεύτικο Αυτοκράτορα στα μάτια σαν κοιτάζει. Ήταν γνωστοί και φίλοι αδερφοποιτοί από παλιά. Όταν παιδιά ακόμη έπαιζαν στα αγιασμένα της Ανατολής τα χώματα και παρίσταναν των πατεράδων τους τα κατορθώματα. Ο ψεύτικος Αυτοκράτορας στο πλάι του να καθίσει τον προσκαλεί, με δόλιο χαμόγελο τον καλοπιάνει. Το μήνυμα ν’ ακούσει αδημονεί… Μα καθώς ο μεταμφιεσμένος Γελωτοποιός στρέφει το κεφάλι στους φρουρούς του κεράσματα και δώρα προστάζοντας να φιλέψουν το Νικηφόρο, βλέπει εκείνος κάτι που τον κάνει να παγώσει! Κι αμέσως συναισθάνεται ότι αυτό που συμβαίνει είναι παράξενο και επικίνδυνο. Κι ότι πρέπει να προσέξει πολύ πώς θα πράξει και τί θα πει. Πού είναι η ελιά που είχε ο αδερφοποιτός του και πραγματικός Αυτοκράτορας πίσω από το δεξί του το αυτί και όλο τον πείραζε γι’ αυτή; Προσποιείται ο Νικηφόρος πως μια ζάλη ξάφνου τον κυκλώνει και δεν αισθάνεται καλά, πέφτει και λιγοθυμά. Αμέσως καλεί ο Ψευτοαυτοκράτορας το γιατρό του παλατιού για να τον συνεφέρει και σε κάμαρα μοναχική τον βάζουν να ξεκουραστεί. Μόλις τον αφήσαν μόνο, σηκώνεται ο Νικηφόρος, ζώνεται πάλι τα όπλα του και από το τοξωτό το παραθύρι σκαρφαλώνει. Πολεμίστρα την πολεμίστρα αναρριχάται σαν πλουμιστή δεντρογαλιά και στον κατάφυτο κήπο του παλατιού πηδά. Λαβύρινθος σωστός ο κήπος, παρτέρια με λογιών λογιών φυτά και δέντρα μυρώνουν τον αγέρα κι ευφραίνουν την καρδιά. Υπέροχα σιντριβάνια, σωστά έργα τέχνης, στολισμένα με περίτεχνα ψηφιδωτά, δροσίζουν όποιον σιμά τους περπατά. Χάρμα οφθαλμών ο κήπος, του Αυτοκράτορα καμάρι. Κι εκεί που βαδίζει με συννεφιασμένο το νου ο Νικηφόρος και πώς το μυστήριο θα διαλευκάνει ερευνά, το πόδι του σκοντάφτει σε κάτι σκληρό και τον πονά! Σκύβει, βλέπει έναν κρίκο βαρύ. μαλαματένιο, ανάμεσα στ’ άνθη και στα χορτάρια ν’ αστραφτοκοπά. Επάνω του διακρίνει σκαλισμένο έναν υπέροχο δικέφαλο αετό, σύμβολο αυτοκρατορικό. Και τί έκπληξη! Ο κρίκος είναι τμήμα μιας καταπακτής, που μια υπόγεια κρύπτη ασφαλίζει ερμητικά…Φαντάζεστε σε ποιον μπορεί να τον οδηγήσει τελικά; Χαρές και πανηγύρια στην Πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη! Μικροί μεγάλοι γιορτάζουν και γλεντούν. Η απάτη του αδίστακτου Γελωτοποιού αποκαλύφθηκε και ο πραγματικός Αυτοκράτορας τη βασιλική πορφύρα ξαναντύθηκε! Τον αδερφό του που άκαρδα και άκριτα τη θέση του και την τιμή του επιβουλεύτηκε, στην εξορία στέλνει. Το Νικηφόρο κάνει σύμβουλό του και με την κόρη του την πρωτότοκη παντρεύει! Και για να είναι ευχαριστημένοι και στα σύνορα οι χωρικοί, μειώνει τους φόρους, μοιράζει δώρα και όσους βιαστήκαν εναντίον του να στραφούν, τους συγχωρεί. Ωστόσο «…μήτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτε εσείς να το πιστέψετε!». Ή μήπως όχι; Το παραμύθι μας το βυζαντινό μπορεί και να μην τελειώσει εδώ. Πάρτε μολύβι και χαρτί και δώστε του νέα πνοή…