Να ’χες τα βλέφαρα κλειστά, τα χείλη σκαλοπάτια,
τα σκαλοπάτια ν’ ανεβώ, να σε φιλώ στα μάτια.
Και ν’ αποθέσω στο σοφρά του πιο γλυκού σου ύπνου,
το πρόσφορο και το κρασί του Μυστικού μου Δείπνου.
Να μπω σαν κλέφτης, μάτια μου, στα παραμιλητά σου
και να φυτέψω μια ροδιά για κάθε αποθυμιά σου.
Να μετρηθώ με τον καημό, την αγωνία, τη λήθη
και στης καρδιάς τον αργαλειό να υφάνω παραμύθι,
που να μη λέει για μάγισσες, για δράκους και τελώνια,
μα για σφιχταγκαλιάσματα σ’ ολόλευκα σεντόνια.
Του εγωισμού μου ν’ αρνηθώ το στρουφηχτό κοχύλι
και στο λαιμό σου να δεθώ σα ναυτικού μαντήλι,
για ν’ανασαίνω τ’ άρωμα, το πικραμύγδαλό σου
και να με λογαριάζουνε ολότελα δικό σου.
Στα δόντια να κρατώ σουγιά, να περπατώ στις μύτες,
σε κοντραμπάντο όταν μπλεχτώ μ’ αντάρτες και προφήτες.
Γιατί έχω ανατολίτικο αίμα μες στο κορμί μου,
μ’ από της Δύσης την κλωστή κρεμιέται η ζωή μου.