Στον κήπο σου που διακλαδίζεται από τη Γαία ως τον Ουρανό
Όπως μανδύας ακατάβλητος του πρώτου ιππότη
Με τα κεντίδια του μπουκιές από φεγγοβολούντα χρώματα
Και τα στριφώματά του κρόσσια μυρωμένα
Ένα μονάχα άνθος λαχτάρησα να είμαι
Αυτό που με το λιόγερμα εναποθέτει τα λευκά του πέταλα στο έλεος της αγκαλιάς
Αυτό που με τη χαραυγή αποσύρεται γαλήνια
για να κονταροχτυπηθεί με τη φθαρτή του υπόσταση ολομόναχο
Νυμφαία, τη φαιά σου εξουσία επικαλούμαι
Τραχιές δυνάμεις παγίδεψαν την υπόσκαφη πυγμή μου
Σε μια υδατόσφαιρα καταφύγιο για Χίμαιρες,
Λερναίες Ύδρες, Μέδουσες, Λάμιες και Ξωτικιές
Μα μήπως είναι όλα αυτά ένα κακέκτυπο
Που του αλάνθαστου Γραφιά απλά του ξέφυγε
Όταν τυπώνονταν τ’ απόκρυφά του Ευαγγέλια;
Σαν σε θωρώ η ομορφιά σου με πονά
Όπως η τρίλια του αηδονιού στο χείλος του γκρεμνού
Σκέφτομαι πως θα γίνει την καρδιά σου ν’ αξιωθώ
Κι ακόμη και αν με αρρωστήσει, να μη θέλω να σωθώ
Μα εσύ ούτε που στρέφεις να μ’ αφουγκραστείς
Είναι απόλυτη προσήλωση η κάθε σου αναπνοή
Στα παιχνιδίσματα των ηλιαχτίδων με τις γλυκοσταλιές
Θέλουν ακέραιο εαυτό του πεπρωμένου οι γητειές
Οι φαύλοι κρότοι στα χαμηλά διαζώματα να μην σε αποσπούν
Ούτε οι Κέρβεροι που στα παρασκήνια αλυχτούν
Εσένα νουφαρ-έννοια σου πρέπει να είναι αποκλειστικά η σκηνή
Γιατί μόνο στο μάτι του κυκλώνα επικρατεί η άπνοια
Μόνο η κεντρική αρτηρία της ερήμου είναι ευθεία γραμμή
Κι απαιτεί κότσια η νεκρική σιγή μόλις η αυλαία σηκωθεί
Τότε όλα τα τυχάρπαστα, τα μηδαμινά,
Όλα τα φιδοπλούμιστα και τα φανταχτερά
Όλα τα δόλια, τα υπέργηρα, τα άγουρα και τα τοξικά
Παραμερίζουν, παύουν. Ξεκινάει η ζωή.
Και δεν ανθίζει όποιος δεν έχει προετοιμαστεί.
Θέλει απόφαση και κόπο η καινούργια ανατολή.
Άλλο υποκρισία και άλλο Υποκριτική.