Από τι πυροδοτείται η έμπνευση; Τι είναι αυτό που ωθεί έναν καλλιτέχνη ν’ αφήσει ο,τιδήποτε άλλο κάνει ή τον απασχολεί εκείνη τη στιγμή, την όποια στιγμή, και να επιδοθεί στην τέχνη του; Τι τον επιστρέφει στο όστρακο, στο καβούκι, στο κουκούλι, στο ερημητήριο, στη σκήτη της μοναξιάς του, για να της αφοσιωθεί;
Νομίζω ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι συνηθισμένοι άνθρωποι με ασυνήθιστα επίπεδα ευαισθησίας. Ευαισθησίας ως προς τη λειτουργία των αισθήσεων και των αισθημάτων τους απέναντι σε όσα και όσους τους περιβάλλουν. Είναι μεταφορείς και κυνηγοί συγκινήσεων. Γιατί αφόρμηση της έμπνευσης και της δημιουργίας είναι πάντα η συγκίνηση. Κάτι που είδα, που άκουσα, που άγγιξα, που γεύτηκα, που οσμίστηκα, που ένιωσα και έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει δυνατότερα, μπορεί να αποδειχθεί το μικρό αλλά πολύτιμο ριζικό σύστημα ενός νέου φυντανιού, μιας καινούργιας δημιουργίας. Στην προκειμένη περίπτωση ενός βιβλίου.
Η κυρία Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου δεν είναι μία λογοτέχνης κλεισμένη στο γυάλινο πύργο της. Δεν απομονώνεται από τον κόσμο, ποτέ δεν το έκανε, για να γράψει. Εκτός από λογοτέχνης είναι ταυτόχρονα σύζυγος, μητέρα, γιαγιά. Υπήρξε ακούραστη εργάτρια στο στίβο της ζωής, τον επαγγελματικό και τον εθελοντικό, όπως αποδεικνύεται και από το βιογραφικό της. Είναι παραγωγική ως συγγραφέας, παραμένοντας ενεργή και ακούραστα δοτική ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή της. Γι’ αυτό και όλα της τα βιβλία αναδύουν μία ειλικρίνεια και έναν γνήσιο ανθρωπισμό, μιλούν απευθείας και χωρίς περιστροφές στον πιο καθάριο εαυτό μας. Έχουν την αύρα του ανθρώπου που δεν παρατηρούσε τη ζωή προστατευμένος από τις παρακαταθήκες και τις ευκολίες του, αλλά έδινε διαρκώς, από τα μικράτα του, τη δική του μάχη στους κόλπους της. Και βίωνε και εμπέδωνε ουσιαστικά ολόκληρο το καλειδοσκόπιο των δυνάμεων της, εγχειρίζοντας τη δική της εκδοχή – συνισταμένη τους στην πλοκή του εκάστοτε βιβλίου της. Ειδικά στα μυθιστορήματά της, που μοιάζουν με ψηφίδες ενός περίτεχνα απλού, γεμάτου σύμβολα και αποστάγματα γνώσης, καλαισθησίας και βιωμένης εμπειρίας και τελικά εντυπωσιακού κολλάζ, σαν αυτά που τόσο αγαπά να φτιάχνει. Το σύνθημα μιας παλιάς διαφήμισης έλεγε: «Εδώ η ζωή είναι πραγματική». Νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα στο έργο της, περιγράφει εν συντομία την κοσμοθεωρία αλλά και την ψυχοσύνθεσή της. Το καινούργιο της μυθιστόρημα «Ο χορός του μαύρου πελαργού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, αποτελεί ένα ακόμη καθρέφτισμα αυτού του συνθήματος.
Έχουν ήδη καταθέσει τη γνώμη τους πολλοί γι’ αυτό και θα το κάνουν και άλλοι, κατεξοχήν ειδικοί και άξιοι ομότεχνοί της. Από την πλευρά μου ένιωσα την ανάγκη να γράψω δυο λόγια ως «φανατική» αναγνώστριά της και -ας μου επιτραπεί- ως ισόβια μαθήτριά της. Και θα σταθώ σε μερικά σημεία του βιβλίου που με άγγιξαν ιδιαίτερα.
Σελ. 16: «…Άλλο μέσο επικοινωνίας με τους ναυτικούς λοιπόν δεν είχε πέρα από τον ασύρματο…». Ο πατέρας του Φάνη περιγράφει πως επικοινωνούσαν με τον δικό του πατέρα, τον παππού του Φάνη και κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, που δούλευε θερμαστής στα καράβια. Φτάνοντας σε αυτές τις αράδες, ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό μου. Ναι, ακριβώς έτσι ήταν. Μπορώ να το βεβαιώσω από προσωπική εμπειρία με το δικό μου πατέρα, που ήταν μηχανικός στα καράβια. Είπαμε, «Εδώ η ζωή είναι πραγματική». Και όταν μία αφήγηση καταφέρνει να δώσει φωνή σε απόκρυφες, βαθιά χαραγμένες, ανεξίτηλες αράδες μέσα σου και να «σε ξεσηκώσει» χωρίς φτιασίδια και καμώματα, λέγοντας απλά την αλήθεια, είναι λογοτεχνία. Είμαι σίγουρη ότι η κυρία Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου δεν ενέταξε τυχαία αυτό το στιγμιότυπο στην αφήγησή της. Κι ότι, αν δεν είχε η ίδια προσωπική εμπειρία, ρώτησε κάποιον άλλον που είχε. Στη λεπτομέρεια κρίνεται η αλήθεια του βιώματος. Ακόμη και στη μυθοπλασία.
Σελ. 21: «…Μέσες άκρες ήξερε ο Φάνης τι εννοούσε ο παππούς. Μιλούσε για τα «μαύρα χρόνια», τότε που – όπως του είχε πει κάποτε ο μπαμπάς- τον είχαν χάσει για μια δεκαετία σχεδόν και τον θεωρούσαν πότε αγνοούμενο και πότε πεθαμένο…». Εδώ έχουμε μία εξαφάνιση μέσα στην…εξαφάνιση. Το βιβλίο ξεκινά με την εξαφάνιση του παππού του Φάνη από την οικογενειακή κατοικία και εδώ μαθαίνουμε ότι υπάρχει μία ακόμη «μαύρη τρύπα» στη ζωή του. Μόνο που αυτή η «μαύρη τρύπα» είναι το κουκούλι όπου μέσα της και εξαιτίας της η προσωπική αλλά και η συλλογική μνήμη και η ιστορία εκείνων των χρόνων, εθνική και διεθνής, μεταμορφώνονται σταδιακά από αυγά, σε κάμπιες, σε χρυσαλλίδες, για να μας αποκαλυφθούν πανηγυρικά ως πεταλούδες. Θέλει γνώση, μαστοριά, κόπο και ατέρμονη εξάσκηση το ξετύλιγμα της πλοκής στο μυθιστόρημα. Να μη σου ξεφύγει κανένα στάδιο της μεταμόρφωσης, να μην φανεί ότι υπερισχύει κάποιο έναντι κάποιου άλλου. Να επιτύχεις την έξαψη του αναγνώστη κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και τη γαλήνη, την κάθαρση στο τέλος. Και η κυρία Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου είναι ειδήμων του έργου αυτού.
Σελ. 37: «…«Όλοι ζευγαρωμένοι ταξιδεύουν εκτός από τον Κλεπετάν!» γέλασε από δίπλα ο λοστρόμος. «Ανάμεσά τους θα’ναι πάλι όπως πάντα!»…». Η ιστορία του Κλεπετάν, του πιστού και στοργικού συζύγου-πελαργού που επιστρέφει κάθε άνοιξη στην τραυματισμένη πελαργίνα του στο χωριό Μπόντσκι Μπαρός της Κροατίας, καταγράφεται συγκινητικά από τον παππού στο τετράδιο – ημερολόγιο που αφήνει στον εγγονό του. Η συγγραφέας συνηθίζει να παρεμβάλει στην κεντρική πλοκή των μυθιστορημάτων της μικρότερες ιστορίες – αφηγήσεις που την κάνουν πιο συναρπαστική και κρατούν τον αναγνώστη δέσμιο της γοητείας τους. Και μαρτυρούν και τον επίμονο κόπο της στην έρευνα να τις εντοπίσει και να τις αλιεύσει από τις διάφορες πηγές.
Σελ. 52: «…Τώρα, ωστόσο, που μεγάλωσες, πρέπει να σου τα πω. Μαζί με τη δική μου ιστορία, θα μάθεις κι ένα κομμάτι της Ιστορίας της πρόσφατης αυτού του κόσμου, που θαρρώ δεν θα το μάθεις στο σχολείο, κι ας είναι όπως τόσα άλλα απαραίτητο στη ζωή σου…». Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, ο παππούς του στο Φάνη. Πικρή η διαπίστωση. Αλλά πέρα ως πέρα αληθινή. Η συγγραφέας δεν χαρίζεται σε κανέναν. Δεν παρουσιάζει τα πράγματα ούτε καλύτερα, ούτε χειρότερα απ’ ό,τι είναι. Ναι, δεν τα μαθαίνουμε αυτά στο σχολείο. Είπαμε, «Εδώ η ζωή είναι πραγματική». Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, που ακόμη δεν έχει γίνει “επίσημα” και ανοικτά στην κοινωνία μας, στη χώρα μας και μας πονάει. Ενώ παράλληλα, κάποιες παλαιές, ανοικτές πληγές συνεχίζουν να κακοφορμίζουν…
Σελ. 76: «…Αντιπελάργηση ή αντιπελαργισμός, τους είπε, σημαίνει ανταπόδοση φροντίδας και στοργής απ’ τα παιδιά προς τους γονείς. Και την είπαν έτσι αυτή την ανταπόδοση, γιατί απ’ την αρχαία εποχή, αλλά και τη βυζαντινή, παρατηρούσαν οι άνθρωποι ότι οι πελαργοί, όταν ο γονιός τους πια γεράσει και γυμνωθεί απ’ τα φτερά του, τον κρατούν ανάμεσά τους και τον ζεσταίνουν με τα δικά τους φτερά. Τον φροντίζουν, του ετοιμάζουν φαγητό, κι όταν πρέπει να πετάξει, τον σηκώνουν πότε ο ένας από δεξιά και πότε ο άλλος από αριστερά με τη φτερούγα τους. Όλ’ αυτά, συμπλήρωσε, τα πρόσεξε ιδιαίτερα και τα κατέγραψε ο Βασίλειος ο Μέγας…».
Πραγματικά, ο Μέγας Βασίλειος στον 8o Λόγο του εις την «Εξαήμερον»,γράφει με τα ωραία, μελωδικά ελληνικά του: «Ἡ δὲ περὶ τοὺς γηράσαντας τῶν πελαργῶν πρόνοια ἐξήρκει τοὺς παῖδας ἡμῶν, εἰ προσέχειν ἐβούλοντο, φιλοπάτορας καταστῆσαι. Ἐκεῖνοι τὸν πατέρα ὑπὸ τοῦ γήρως πτερορρυήσαντα περιστάντες ἐν κύκλῳ τοῖς οἰκείοις πτεροῖς διαθάλπουσι, καὶ τὰς τροφὰς ἀφθόνως παρασκευάζοντες, τὴν δυνατὴν καὶ ἐν τῇ πτήσει παρέχονται βοήθειαν, ἠρέμα τῷ πτερῷ κουφίζοντες ἑκατέρωθεν. Καὶ οὕτω τοῦτο παρὰ πᾶσι διαβεβόηται, ὥστε ἤδη τινὲς τὴν τῶν εὐεργετημάτων ἀντίδοσιν ἀντιπελάργησιν ὀνομάζουσι».
Η κυρία Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου μεταγράφει και μας προσφέρει με ευαίσθητο, ποιητικό σχεδόν τρόπο, κέρασμα για το νου και την καρδιά χωρίς το δάχτυλο υψωμένο, αλλά με τη σοφία και τη στωικότητα του ανθρώπου που έχουν δει πολλά τα μάτια του, το βιβλικό «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Αλλά και την παροιμία «Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις», που λέει ο λαός μας.
Σελ. 117: «…Συθέμελος θαρρείς και τρανταζότανε ο κόσμος από τα γερά μα και ανάλαφρα πατήματα των χορευτών. Τα πόδια τους πότε να βροντοπατούν, πότε να τρέμουν. Τα χέρια μια να τα υψώνουν όλοι, μια να τα χαμηλώνουν. Και ναι, καλά το είχε πει η Άννα, έμοιαζαν με φτερούγες μαύρων πελαργών που ετοιμάζονταν να πετάξουν. Άλλοτε όρθωναν γενναία το κορμί τους, άλλοτε λύγιζαν, γονάτιζαν…». Ο παππούς του Φάνη, χορεύει σέρα, «τον πυρρίχιο των αρχαίων Ελλήνων», μαζί με τους άλλους Πόντιους συμπατριώτες του, στο γλέντι ενός γάμου. Ο επίλογος του βιβλίου έχει ρυθμό, λεβεντιά, αισιοδοξία, ελπίδα. Όπως τον έχουν ανάγκη οι έφηβοι και οι μεγάλοι αναγνώστες του βιβλίου, στους οποίους αναγράφεται στο οπισθόφυλλό του ότι απευθύνεται. Όπως τον έχουμε ανάγκη όλοι μας, ειδικά όσοι καταγόμαστε από εκείνες τις «όμορφες και παράξενες πατρίδες» που έχουν πολλά υποφέρει, αλλά που επιμένουν να αντιστέκονται. Για χάρη της ζωής, για χάρη της τιμής…
Εκφραστικό, “δυνατό” το εξώφυλλο της Κατερίνας Χαδουλού.
Κυρία Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, για ακόμη μία φορά σας ευχαριστούμε…