Μία ζητιάνα κουρελού, μια Μπάμπω, μία Γραία,
στη χώρα τούτη που ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα,
από τα γεννοφάσκια της τη βάφτισαν Παιδεία,
μα πότε ακούει στο Ζωζώ και πότε στο Ερινύα.
Εφτά ντουζίνες υπουργοί, μιλιούνια βουλευτάδες,
στο πηγαδίσιο το νερό βουτούν τους μαστραπάδες,
για να ποτίσουνε τα ζα, δασκάλους, παιδομάνι,
της κοινωνίας οι βλαστοί ν’ ανθίσουν μάνι μάνι.
Φωνάζουν, κομπορρημονούν, ψηφίζουν νομοσχέδια
της ιδιότροπης της Γρας να σβήσουν την αναίδεια.
Μ’ αυτή δεν υποτάσσεται, απ’ τα σχολειά το σκάει
και άξεστη κι ανέστια στους δρόμους σεργιανάει.
Την παίρνουν τάχα με καλό, της τάζουν τζοβαΐρια,
σε σόου τηλεοπτικά ξεσπούν στα παραθύρια.
Καμώνονται για χάρη της πως ως και φλέβες κόβουν,
μα μόνο τους λογαριασμούς στις τράπεζες προκόβουν.
Πως θέλει μεταρρύθμιση κραυγάζουν και ερίζουν,
ολημερίς τη χτίζουνε, το βράδυ τη γκρεμίζουν.
Κι εκείνη τ’ αποφόρια της σέρνοντας ξεμακραίνει
και τα παιδιά της τυραννά, τα διώχνει, τα πικραίνει.
Μία ζητιάνα κουρελού, Μαντόνα ατιμασμένη,
από προνήπιο μάχεται να γίνει αγαπημένη.
Μα κι αν γιορτάζει σήμερα κι εγκώμια της πλέκουν,
εξόριστη την προτιμούν, ποσώς της παραστέκουν.
Τις μάσκες τους σωστά φορούν, στραβά το καπελάκι.
Αφύλαχτο και αφρόντιστο ρημάζει τ’ αλωνάκι.
Κι η κακορίζικη η Κυρά που βάφτισαν Παιδεία,
χωρίς αιδώ και όραμα δεν έχει ελπίδα μία.