Πρόσφυγας

Πως είναι να ‘σαι άπατρις
στου κόσμου την αντάρα,
να μη γνωρίζεις που θα πας
όταν θα πέσει η μπάρα;

Πως είναι να ‘σαι αδύναμος
στων λύκων το κοπάδι,
να τρέμει η καρδούλα σου
αν θα τη βγάλεις λάδι;

Πως είναι να ‘χεις μια πληγή
αγιάτρευτη στα στήθη
και να γνωρίζεις τη χαρά
μόνο στο παραμύθι;

Πως είναι να σκορπίζεσαι
σαν πόθος στα σκοτάδια,
κι αντί κορμί να κουβαλάς
ένα βουνό σημάδια;

Η αλήθεια μου είναι πρόσφυγας·
σα στρώνει το τραπέζι,
κάνει τη γλύκα μου πικρή,
την πίκρα πετιμέζι.

Η ελπίδα μου είναι πρόσφυγας
σε λαβυρίνθου σπείρες·
με τ’ άστρα παίζει πλακωτό
κι αμάδες με τις Μοίρες.

Κι η αγάπη μου, αφού ρωτάς,
μικρό είναι προσφυγάκι·
πότε στα ουράνια περπατά
και πότε στο χαντάκι.

Σαν πρόσφυγας αισθάνομαι,
σαν πρόσφυγας προσφέρω
και πάλι σαν τον πρόσφυγα
ρισκάρω κι υποφέρω.