Εις τον παλιό καλό καιρό στ’ ωραίο Λευκονήσι,
μια ιστορία έλεγαν απ’ την αυγή ως τη δύση,
για ένα νέο δυνατό κι άφοβο σαν λιοντάρι,
που έπαιζε στα δάχτυλα το ξίφος, το κοντάρι.
Τον πύργο είχε τρίπατο μες στο Μαραντοχώρι,
η κάψα δεν τον άγγιζε μήτε το ξεροβόρι.
Κι όταν καβάλα στ’ άτι του κάλπαζε το χιονάτο,
τον χάζευαν οι κοπελιές τρώγοντας μαντολάτο.
Μονάχα μία λυγερή, σταρένια, μαυρομάτα,
σαν κυπαρίσσι ορθόκλαδο στη μυρωμένη στράτα,
δεν έριχνε το βλέμμα της στ’ όμορφο παλικάρι.
Κλειστή κρατούσε την καρδιά σαν σπάθα στο θηκάρι.
Ώσπου ένα δείλι θερινό βγήκε να κυνηγήσει
ο Λέων και συνάντησε την κοπελιά στη βρύση.
Αυτή δεν καταδέχτηκε μήτε να τον κοιτάξει
κι αυτός σκοπό του έβαλε να την καθυποτάξει.
Με το πουρνό της έστειλε μιαν αγκαλιά λουλούδια
και καλαθούνα ξέχειλη μ’ απ’ όλα τα καλούδια.
Μα εκείνη του τα γύρισε σούμπιτο μ’ άλλα τόσα
και κότσαρε στην κορυφή την παρδαλή της κλώσα.
Το άλλο βράδυ έφερε ανάστα τη Λευκάδα
με αηδονόλαλες φωνές να βγει για την καντάδα.
Μα εκείνη έχωσε στ’ αυτιά αβρό μελισσοκέρι
και ύπνο έκανε βαρύ στ’ αφράτο της μιντέρι.
Την τρίτη μέρα έστειλε παραγγελιά στην Πόντι
στο μερακλή το φίλο του, τον Διονυσάκη Κόντη,
να ξανοιχτεί στο πέλαγο μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
να πιάσει με τ’ αφρόδιχτα το πιο βαρβάτο ψάρι.
Το λιόγερμα της έπεμψε πεσκέσι στο μπακίρι
έναν ξιφιό που έλαμπε ωσάν το τζοβαϊρι.
Μα εκείνη του αντιγύρισε ταχιά μες στο δισάκι
το ψάρι το σπαρταριστό δετό σα σαλαμάκι.
Παρήγγειλε και στο Νυδρί καδένα διαμαντένια
από τεχνίτη χρυσικό με χέρια μεταξένια.
Μα η σιόρα η Κοντάραινα του έστειλε φορτσάτο
με την καδένα στο λαιμό το Φιόρο της, το γάτο.
Το σούσουρο δεν άργησε καθόλου να ξεσπάσει
ο Λέων ο παλίκαρος πως έχει αφηνιάσει.
Μα η άπονη η Κοντάραινα δεν έδινε δεκάρα
που τους ψιλοκουβέντιαζε η Σάρα και η Μάρα.
Σε κάθε ρούγα και χωριό, σε όλα τα καντούνια,
γελούσαν ως και τα μωρά του γάλακτος στην κούνια.
Στο τέλος αγανάκτησε ο Λέων κι εξεμάνη
και κάτω απ’ τα παντζούρια της στήθηκε μάνι μάνι.
-Τι ραθυμάς κι ορέγεσαι, κοκόνα μου, εντέλει;
Θα μας το κάνεις ξάστερο ή διόλου δεν σε μέλλει;
Το ένα δεν το προτιμάς, το άλλο σου ξινίζει.
Δεν βρίσκετ’ άλλη σαν και σε τόσους να βασανίζει.
-Τη σκόνη μου πολιορκείς ωσάν τη φλοκαλίστρα
και τ’ όνομα μου βγάλανε πως είμαι ξεμυαλίστρα.
Στου κεφαλιού σου το καυκί όσο έχεις τσερβέλο,
κρεμώ στο καπελίνο μου για δαντελένιο βέλο.
Σαν το ’βαλες να μου μιλείς για έρωτες α μέντε,
ας είχες κότσια να σταθείς καρσί με τον πουνέντε.
Κι αντίς για τόσες γαλιφιές και τρύπες στο πουγκί σου
να μου ’λεγες «Γουστάρισα, κοντέσα, το φιλί σου».
Τα μάτια τότε θα ’βλεπαν, τ’ αυτιά μου θα γροικούσαν
κι αν οι καρδιές μας ταίριαζαν, σεκόντο θα χτυπούσαν.
Μα εσύ καλοσυνήθισες να είσαι ένας και Λέων
κι αλίμονο κατάντησες γι’ αγάπη πειναλέων.
Την πλάτη ο Λέων έστρεψε, με χαίτη μαδημένη.
Στον πύργο του κλειδώθηκε με την καρδιά καμένη.
Μεγάλο ζόρι ένιωσε πρώτη φορά στα στήθια.
Τον πόνεσε, τον έτσουξε η άτιμη η αλήθεια.
Μα διόλου δεν ημέρευε και δεν υποχωρούσε
και να τη νιώθει μοναχή μακριά του προτιμούσε.
Την πύρωνε, την κόρωνε το πείσμα της κι εκείνη
και άλλο δεν ξεπρόβαλε στης δημοσιάς την κρήνη.
Περνούσαν χρόνοι και καιροί, με θέρος, με χειμώνα
και ούτε ατός ούτε η νια αφήναν τον αγώνα.
Γιατί όποιος ζει τ’ ανθρώπινα το βλέπει και τ’ ακούει,
πως πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι.
Ώσπου οι σοφολογιότατοι θεοί τους λυπηθήκαν
και ένα τέλος ταιριαστό στο βάσανό τους βρήκαν.
Την κάναν την Κοντάραινα χωριό πολύ δροσάτο
και τον αψύ τον Λέοντα άγαλμα χωραφάτο.
Στέκετ’ αυτός καμαρωτός και το βουνό ατενίζει
και στο Μαραντοχώρι του όλους καλωσορίζει.
Και την Κοντάραινα αρκεί να κάνεις ένα βήμα
για να τη δεις στο διάσελο σαν ανθισμένο ποίημα.