Ν’ αναφωνήσω έκπληκτη προς τι ο θάνατός σου,
καθώς μια τάχα αδαής, νωθρή συνάδελφός σου,
δεν θα το πράξω, σχώρα με, θλιμμένε ποιητή μου,
γιατί η φτιάξη σου η πικρή θυμίζει τη δική μου.
Συχνά πυκνά ορθώνεται μπροστά μου ένας τοίχος,
σαν έρωτας αδιάβατος, σαν μαραμένος στίχος
και η ζωή μου ακίνητη φαντάζει επαρχία,
που παρακμάζει ανήμπορη ν’ ασκήσει εξουσία.
Μια μαριονέτα άγαρμπη ταΐζω στα γραφτά μου.
Μου λένε όλοι να κοιτώ μονάχα τη δουλειά μου .
Τον κόσμο όποιος βούλεται μια σπιθαμή ν’ αλλάξει,
η μάνα του -αλίμονο- στο κλάμα θα πλαντάξει.
Μα εσύ αμετανόητος σαν άλλος Προμηθέας
το σκότος απαρνήθηκες της άνομής μας θέας.
Και πάνοπλος προσχώρησες σε άλλες συναστρίες,
προτού κακοφορμίσουνε πληγές κι υποκρισίες.
Σωπαίνεις πλέον ήρεμος στ’ απόμακρα τα νέφη.
Η αθάνατή σου η καρδιά κατάλευκο σεντέφι.
Και κάθε Ιούλη ξερικό, καυτό σαν μεσημέρι,
στης Πρέβεζας την ξώθυρα ανάβω τ’ αγιοκέρι.