Όταν διαβαίνεις τις σεπτές, μεγάλες θύρες
και λιγοστεύει επικίνδυνα ο αιθέρας,
να γονατίζεις ταπεινά στη Μνημοσύνη,
γιατί εκείνη διαφυλάττει στο γυλιό της
κάθε αστείρευτη κι απόκρυφή σου δίψα.
Αυτές οι θύρες ενσαρκώνουν την ανάγκη
για μια ζωή χωρίς υπόκοσμο στους ώμους,
για ένα κατάλυμα σε ξάγναντο ελαιώνα,
για του απέραντου το χάδι στην ανέχεια,
για το φιλί που φυλακή δεν προσκυνάει.
Αυτές οι θύρες ανασφάλιστες ξωμένουν.
Δεν έχουν χρεία των αμνών ή των θηρίων.
Νωχελικά στέκουν, γυμνές από στολίδια
κι η σιωπή τους γνέφει ώχρα και λεβάντα.
Μπροστά τους άρχοντας κι αγύρτης είναι ένα
η ίδια υπόσχεση στυγνά τους χαραμίζει.
Δεν συνερίζονται οι ουλές τους τα εγκόσμια.
Ξεθεωμένους υποδέχονται τους μύστες,
γέροντες λύκους που κουτσοί, αναμαλλιασμένοι
μονολογούν το ειλητάριο της καταιγίδας.
Εκεί σαν φτάσεις, διαφεντεύει μια εξουσία
που τη νογούν μονάχα οι αγγελοκρουσμένοι
κι όσοι δεν έσταξαν ποτέ τους λίγο λάδι
στου Αρμαγεδώνα το σφυρήλατο κεμέρι.
Είναι το τέλος κι η αρχή τούτες οι θύρες,
μα τους σιμώνουμε σαν άμαθα πιτσούνια,
ώσπου να έρθει η στιγμή που η σκιά τους
θα εποπτεύσει κάθε ανύποπτή μας ώρα
και δεν θα υπάρχει διαφυγή, ούτε λιμάνι
για ν’ απαγκιάσουν τα ξυλάρμενά μας πάθη.
Κάποιοι επιστρέφουμε στον άσβεστο κρατήρα
να συνεχίσουμε όπως όπως τον αγώνα.
Άλλοι απομένουμε αστέρια ξαναμμένα
στου πυργωμένου ουρανού το πανωκόρμι.
Καθώς οι θύρες στέκουν άφθαρτες στο χρόνο,
ν’ αναμετριούνται οι χαραυγές και τα σκοτάδια,
ό,τι απομένει, η δρασκελιά είναι καθενός μας,
εκεί ανάμεσα στο πριν και στο μετά μας.
Εκεί λογιάζεται ο νους και η καρδιά μας.
Εκεί που οι θύρες αγνοούν Θεούς και Μοίρες.