“…Τότε κοιτάχτηκαν στα μάτια κι ο άνθρωπος, αργά, φίλησε το ζώο στη μουσούδα του που έσταζε γάλα.
– Γιατί; τη ρώτησε.
Εκείνη του έγλειψε το πρόσωπο σαν να του ‘λεγε:
– Μπορεί γιατί η αγάπη είναι πιο μεγάλη από μας.
Ύστερα, γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα, να κολυμπήσει ως τη μακρινή νησίδα πάγου όπου την περίμεναν τα μικρά της…”.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το παραμύθι “Η μάνα αρκούδα”, που περιλαμβάνεται στο πολύτιμο βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη “Η νύχτα του κορακιού” – “Δέκα σκοτεινά παραμύθια με καλό τέλος από την προφορική παράδοση” και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, στη σειρά “Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια…”.
Δεν είναι όλα τα περιεχόμενα του βιβλίου κατάλληλα για να διαβαστούν σε ή από μικρά παιδιά, αλλά το συγκεκριμένο παραμύθι που μας έρχεται από τον Αρκτικό Κύκλο και τις συλλογές του Ανρί Γκουγκό, μπορεί να διαβαστεί από κάθε άνθρωπο. Να διαβαστεί πολλές φορές. Μέχρι να χωνευτεί και να ριζώσει στις καρδιές.
Το διάβασα στους μαθητές μου, στο νηπιαγωγείο. Έσβησα τα φώτα στο χώρο μας, ενώσαμε τα τραπέζια μας για να σχηματιστεί ένα πολύ μακρύ και καθίσαμε όλοι γύρω γύρω, όπως στο Μυστικό Δείπνο. Τους έδειξα το μικρό μωβ βιβλιαράκι, τους εξήγησα ότι δεν έχει εικόνες, δεν έχουν να δουν τίποτα έτοιμο, θα πρέπει να ησυχάσουν πολύ, να ακούσουν προσεκτικά την αφήγηση, να κλείσουν τα μάτια και να κοιτάξουν μέσα τους για να δουν τις εικόνες. Το αφηγήθηκα χωρίς να κοιτάζω το κείμενο, όταν ερωτεύεσαι κάτι με την πρώτη ματιά είναι σαν να το γνωρίζεις χρόνια. Όση ώρα μιλούσα κοιτώντας ένα ένα τα παιδιά στα μάτια, δεν έπεφτε καρφίτσα. Όταν τελείωσα, μετά από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής, η Γωγώ είπε: “Κυρία, είναι το ωραιότερο παραμύθι που άκουσα ποτέ. Θέλω να το πάρω σπίτι μου”.
Αλλά πως θα γινόταν αυτό; Το μικρό μωβ βιβλιαράκι δεν υπήρχε στη δανειστική μας βιβλιοθήκη. Το παραμύθι της μάνας αρκούδας, όμως, δεν θα μπορούσε πλέον να λείπει από αυτήν. Συμφωνήσαμε να το κάνουμε εμείς, με τον τρόπο μας, βιβλίο παιδικό, ώστε να ενταχθεί στη δανειστική μας βιβλιοθήκη από την επόμενη Παρασκευή. Και εργαστήκαμε παράλληλα με όλα όσα κάναμε και μάθαμε αυτές τις μέρες για τη ζωή στους πόλους. Για την εικονογράφηση ακολουθήσαμε μεικτή τεχνική: ζωγραφιές με μαρκαδόρους σε χαρτί και κολλάζ με διαφορετικά υλικά, χαρτί, χαρτόνι κανσόν, χαρτόνι οντουλέ, χαρτόνι μεταλιζέ, χαρτόνι με ανάγλυφα μοτίβα, χαρτόνι-ουράνιο τόξο, χαρτόνι με εκτυπωμένα μεταλιζέ μοτίβα, αλουμινόχαρτο, λεπτή τσόχα, πλαστικά ματάκια. Στο εξώφυλλο η λέξη “αρκούδα” δεν είναι κολλημένη. Κάθε της γράμμα έχει στερεωθεί με χαρτοταινία και μπορεί να ξεκολλήσει. Τα γράμματα μπορούν να μπερδευτούν και να ξαναφτιάξουν την “αρκούδα”. Ή μπορεί να αποφασίσουμε ότι θα αλλάξουμε τη βασική ηρωίδα του παραμυθιού και στη θέση της θα μπει μια άλλη λέξη, ένα άλλο πλάσμα, που θα ταιριάζει στο σταθερό τίτλο “Η μάνα”.
Μοιραζόμαστε το δημιούργημά μας μαζί σας με πολλή αγάπη και με ένα τεράστιο ευχαριστώ στην υπέροχη Λίλη Λαμπρέλλη, τη συγγραφέα του. Γιατί η ζωή, ακόμη και στην καθημερινότητά μας, είναι ένα θαύμα, ένας ανεκτίμητος θησαυρός, όταν αποφασίσουμε ότι θα την αντιμετωπίσουμε έτσι. Μπορούμε. Και υπάρχουν δίπλα μας και γύρω μας άνθρωποι που μπορούν να μας οδηγήσουν στο Φως.