Μου το ’πε το ξημέρωμα
κι η σιγανή ψιχάλα:
-Ήρθε και σένα η ώρα σου,
πτωχή κυρα – δασκάλα!
Άρχισε πρώτα η μηχανή
να βαριανασαίνει
και σταδιακά από καύσιμα
ψαθί ταπί να μένει.
Μετά εχάθη η φωνή
που σόλαρε με μάσκα
κι έπειτα μύες, κόκαλα
την έπαθαν μια λάσκα.
-Κυρία, παίζουμε γιατρό;
ρωτούσε η Κατερίνα.
Μα εγώ στ’ αυτιά μου άκουγα
ξεκούρδιστη σειρήνα.
Μετά άρχισε η κατάπτωση,
το τρέμουλο, η ζάλη,
κότσαρι, ζωναράδικος,
μπάλος και πεντοζάλη.
Κι εκεί που κάποτε έστεκαν
μπιρόνια και κρασάκια,
τις θέσεις μάχης έλαβαν
οροί και σιροπάκια.
Στρατός τα αναβράζοντα,
χάπια και βιταμίνες
και για ντεκόρ τους έβαλα
ροκάνες, σερπαντίνες.
Γιορτή και σχόλη σήμερα,
Κορονοτσικνοπέμπτη.
Το κέφι απογειώνεται
και τ’ οξυγόνο πέφτει.
Δοξάζω στα σχολεία μας
που πήραν τόσα μέτρα,
για ν’ αρρωσταίνουμε παιδιά
και δάσκαλοι αβέρτα.
Εκείνοι στα γραφεία τους
άνεση, ανοησία
κι εμείς πήχτρα στις τάξεις μας,
αγέλης ανοσία.
Κι ενώ κάποιοι ετοιμάζονται
σήμερα να γλεντήσουν,
άλλοι τη μαύρη μοίρα τους
πάνε να πολεμήσουν.
Και πλησιάζουν οι στιγμές
που όλα όσα έχεις,
γίνονται ένα σύνθημα:
Μείνε ορθός ν’ αντέχεις.
Άλλος μετρά τον πυρετό
κι άλλος βαρεί το ούτι
κι αντί για τσίκνα μύρισε
χλωρίνη και μπαρούτι.