Οι τελευταίες ηλιαχτίδες της μέρας διαπερνούσαν γλυκά, σχεδόν ντροπαλά το συννεφένιο πάπλωμα που σκέπαζε τον ουρανό της Καρύστου. Το σούρουπο νότιζε απαλά και έντυνε με θαμπά, αναιμικά χρώματα το τοπίο στη νότια αυτή γωνιά της Ευβοϊκής γης. Η θάλασσα αναστέναζε υπόκωφα, σα να ήθελε να ομολογήσει ένα μυστικό, που δεν μπορούσε να αποφασίσει ακόμη σε ποιον θα το εμπιστευόταν. Μικρά κύματα έσκαγαν στην ακτή ρυθμικά, συνεσταλμένα, σαν κοριτσόπουλα που ντυμένα με λευκές ποδιές μάθαιναν τα πρώτα βήματα ενός αντικριστού ερωτικού χορού. Μόνο το Κόκκινο Κάστρο στην κορυφή του απέναντι λόφου, κάστρο απόρθητο, ξακουστό για το κόκκινο χρώμα των δομικών του υλικών και για την ομορφιά των γυναικών που το κατοικούσαν, έλαμπε σαν φλογάτο τριαντάφυλλο, φωτεινή εξαίρεση στη φθινοπωρινή μουντάδα.
Όλα έδειχναν συντονισμένα απόλυτα στους ρυθμούς ενός μελαγχολικού απογεύματος, όταν ο στιβαρός καλπασμός ενός αλόγου ακούστηκε από το μονοπάτι στα δυτικά, προσθέτοντας στο τοπίο μια νότα ανησυχίας. Ο καβαλάρης του ξεπέζεψε και άφησε το κατάλευκο άτι του να περιπλανηθεί ελεύθερο στην παραλία. Ήθελε να μείνει μόνος και αυτό το μέρος προσφερόταν για σεργιάνι και περίσκεψη. Ήταν ένας άντρας στην ηλικία της δεύτερης ωριμότητας, καλοστεκούμενος, με στητή κορμοστασιά και περήφανο βάδισμα. Φορούσε ρούχα απλά, στο χρώμα του χαλκού και μαύρες δερμάτινες μπότες και ήταν ξαρμάτωτος, πράγμα περίεργο για μια εποχή σκοτεινή και επικίνδυνη όπως ο Μεσαίωνας. Ο άντρας αυτός, ωστόσο, δεν ήταν ένας τυχαίος περαστικός, αλλά ο ιππότης Λικάριος, άλλοτε περιπλανώμενος ληστής και τώρα, στα 1276 μ.Χ., φεουδάρχης της Εύβοιας και ναύαρχος του βυζαντινού στόλου.
Γέννημα-θρέμμα μιας μικροαστικής οικογένειας της Καρύστου που είχε ρίζες στη Βικεντία της Δύσης, ο Λικάριος ένιωθε αψύ στις φλέβες του τόσο το φράγκικο, όσο και το βυζαντινό αίμα. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τα σημεία των καιρών, καιρών ταραγμένων και αντιφατικών, με τις Σταυροφορίες σε εξέλιξη. Από τη μια τα υψηλά ιδανικά της ιπποσύνης και από την άλλη η φρίκη και η σκληρότητα του πολέμου, η πείνα, η φτώχεια και οι επιδημίες, γαλούχησαν ένα χαρακτήρα που αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην ωμή πραγματικότητα και την εξιδανικευμένη της εκδοχή. Από έφηβος ο Λικάριος ονειρευόταν να γίνει ιππότης, να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της καθημερινότητας που του επιφύλασσε η ταπεινή καταγωγή του, να πετύχει άθλους, να κερδίσει το σεβασμό δυνατών και αδυνάτων. Παρατηρούσε τους ιππότες να εξασκούνται στις αυλές του Κόκκινου Κάστρου στο σπαθί, στην τοξοβολία, στο ακόντιο και -που τον έχανες που τον έβρισκες- χωνόταν στα ξέφωτα του κοντινού δάσους για να τους μιμηθεί. Τους ακολουθούσε και συχνά προσφερόταν να τους κάνει διάφορα θελήματα, για να μπορεί να παρατηρεί ανενόχλητος τη συμπεριφορά και τους ιδιαίτερους κώδικες επικοινωνίας που όριζαν τη ζωή τους. Τους καμάρωνε όταν περνούσαν πάνοπλοι και αγέρωχοι πάνω στα άλογά τους από τα πλακόστρωτα σοκάκια, με τους αφοσιωμένους ιπποκόμους τους να ακολουθούν πεζοί. Ταραζόταν όταν άκουγε τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών να μισανοίγουν τρίζοντας και τις κοπέλες να τους πετάνε ροδοπέταλα και χρυσοκέντητα μαντήλια με μυστικά σημειώματα. Εκείνες τις στιγμές οι παλμοί του χτυπούσαν ακανόνιστα και τον έπιανε μια θερμή προσμονή να ζήσει κι αυτός τέτοιες αξεπέραστες συγκινήσεις.
Ο άρχοντας Λικάριος σα να μελαγχόλησε αναπολώντας τα εφηβικά του χρόνια. Κάθισε σε ένα βράχο αγναντεύοντας στοχαστικά τη δύση του ηλίου. Το αιγαιοπελαγίτικο αεράκι χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του και άθελά του τη θυμήθηκε. Ένιωσε ξανά την αναπνοή της που έκανε τα βλέφαρά του να τρέμουν, καθώς του ψιθύριζε στη μυστική γωνιά τους πίσω από το ξωκλήσι του Κόκκινου Κάστρου, να μείνει κοντά της «μια σταλίτσα ακόμη». Κόρη με ευγενική καταγωγή η πρώτη του γυναίκα, η Φελίζα, έμεινε χήρα από το Φράγκο σύζυγό της, τόσο νέα και τόσο όμορφη. Όταν την πρωταντίκρισε, κατάλευκη σαν ανθισμένο νούφαρο μέσα σε μια λίμνη από μαύρες δαντέλες, τα φορέματα του πένθους, η καρδιά του αποφάσισε μεμιάς: η πρώτη του αποστολή ως μαθητευόμενου ιππότη θα ήταν να φέρει πίσω στη ζωή, σαν άλλος Ορφέας, την Ευριδίκη του από τον κόσμο της θλίψης και του μαρασμού. Η Φελίζα ανταποκρίθηκε στον έρωτά του με όλη τη θέρμη μιας καταπιεσμένης και διψασμένης για ζωή ψυχής.
Τότε ήταν που όλοι ξεσηκώθηκαν εναντίον τους: οι ευγενείς συγγενείς της, οι δύσκολοι καιροί, ο κοινωνικός περίγυρος. Όμως «η αγάπη κάστρα καταλεί, μπεντένια ρίχνει κάτου…» κι εκείνος ήταν ήδη τρελός από αγάπη για τη Φελίζα και από το πείσμα του να ξεπεράσει τα εμπόδια που έβαζε στις φιλοδοξίες του η πραγματικότητα της εποχής του. Ο έρωτας και ο γάμος του με τον «απαγορευμένο καρπό» ήταν μόνο η αφορμή…Από τη στιγμή που παντρεύτηκαν, ξεκίνησε ένας πραγματικός, ακήρυκτος πόλεμος. Οι συγγενείς της ήταν αδύνατο να αποδεχθούν το γαμπρό με την ταπεινή καταγωγή και το φλογερό ταμπεραμέντο, εντελώς άγνωστο και εχθρικό για τον τυπολατρικό τους μικρόκοσμο. Η ζωή του Λικάριου κινδύνεψε αρκετές φορές. Τότε πήρε όρκο να αρνηθεί μια για πάντα το φράγκικο αίμα του: θα απαντούσε στην απειλή με απειλή, στη βία με βία. Διάλεξε για κρησφύγετό του τη βραχώδη περιοχή των Ανεμοπυλών, έξω από την Κάρυστο και με συντρόφους του άλλους δυσαρεστημένους από το φράγκικο καθεστώς, τυχοδιώκτες και απόκληρους, που προσέλαβε στην υπηρεσία του, έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Φράγκων κατακτητών.
Ο άρχοντας Λικάριος σηκώθηκε και άρχιζε να βηματίζει αργά στην ακτή, με τη θάλασσα να συντροφεύει τις σκέψεις του μονότονα, χωρίς ευτυχώς καμία διάθεση κριτικής. Η ανάμνηση αυτής της περιόδου της ζωής του πάντα τον έφερνε σε αμηχανία. Πάλεψε πολύ με τον εαυτό του για να χαράξει μια πορεία, που θα παραμέριζε τις ανθρώπινες ευαισθησίες και θα εξασφάλιζε την επιβίωση με κάθε μέσο. Το κόστος ήταν μεγάλο, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή, μονολογούσε πάντα, όποτε τον κύκλωναν απειλητικά ενοχές και Ερινύες…Κοντοστάθηκε και πάτησε με τη μπότα του μια μινιατούρα κάστρου, απομεινάρι παιδικού παιχνιδιού στην άμμο, που βρέθηκε μπροστά του. Έφερε με ικανοποίηση στη μνήμη του τη μέρα που τον κάλεσε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος στη Βασιλεύουσα, για να τον γνωρίσει από κοντά, εντυπωσιασμένος από τις φήμες που κυκλοφορούσαν για την ανδρεία και τα κατορθώματά του. Έναν προικισμένο και τολμηρό ηγέτη έψαχνε ο αυτοκράτορας, για να του αναθέσει ως αποστολή την ανάκτηση των νησιών του Αιγαίου από τους Βυζαντινούς. Στο πρόσωπο του Λικάριου βρήκε τον ιδανικό και τον εμπιστεύτηκε απόλυτα.
Ο αποδιωγμένος πειρατής της Καρύστου έγινε ο ένας από τους δύο αρχηγούς του Βυζαντινού στόλου. Μαζί με τον άλλο αρχηγό, το δούκα Φιλανθρωπινό, όργωσαν το Αιγαίο και κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να πετύχουν το θαύμα: πρώτα οι Σποράδες και η Λήμνος και αργότερα τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα ξαναπέρασαν στην κατοχή του Βυζαντίου. Αλλά το μυαλό του Λικάριου ήταν πάντα στην Εύβοια και στο στόχο του να ταπεινώσει τους Φράγκους συγγενείς της Φελίζας. Το όνειρό του σύντομα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, καθώς η Εύβοια πέρασε στην κυριαρχία του με εξαίρεση τη Χαλκίδα, όπου συγκεντρώθηκαν για να οργανώσουν την άμυνά τους οι ορκισμένοι του αντίπαλοι.
Ο άρχοντας Λικάριος σταμάτησε τη βόλτα του, πήρε ένα πλακουτσωτό βότσαλο, το εκσφενδόνισε με μαεστρία στη θάλασσα και παρακολουθώντας το να αναπηδά τρεις φορές στον αφρό πριν βυθιστεί, χαμογέλασε με ικανοποίηση. Θυμήθηκε την αγωνία των Φράγκων ελεύθερων-πολιορκημένων στο κάστρο της Χαλκίδας, καθώς εκείνος σκόπιμα απέφευγε την τελική σύγκρουση, για να τους οδηγήσει σε ψυχολογική και υλική φθορά. Θυμήθηκε και τα παρακάλια της Φελίζας να δώσει τόπο στην οργή και σ’ αυτήν την ανώφελη -όπως του έλεγε- πλέον βεντέτα και τα μάτια του σκοτείνιασαν. Αυτοί οι άνθρωποι τον είχαν προσβάλει θανάσιμα και θα πλήρωναν το λάθος τους με την ύστατη ταπείνωση. Το σχέδιό του ήταν απλό και η συνταγή αλάνθαστη. Έριξε τις δυνάμεις του σε άλλες εκστρατείες και τους άφησε να εξαντληθούν, αποκλεισμένοι καθώς ήταν από την υπόλοιπη Εύβοια, που ήδη βρισκόταν υπό την κατοχή του. Η Κέα, η Σίφνος, η Σέριφος, η Ίος, η Αμοργός, η Σίκινος και η Φολέγανδρος προστέθηκαν στις κατακτήσεις του, με αποτέλεσμα να τιμηθεί από τον αυτοκράτορα με το αξίωμα του Μεγάλου Δούκα. Οι επιτυχίες του είχαν αλλάξει εντελώς τη ζωή του: πλούτη, δόξα και εξουσία μεταμόρφωσαν υπόγεια αλλά σταθερά το ρομαντικό ιππότη σε αμείλικτο πολέμαρχο. Η καθημερινή επαφή με την ίντριγκα, την απειλή του θανάτου, τις κακουχίες σε στεριές και θάλασσες έμελλε ν’ αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στο κορμί και την ψυχή του Λικάριου. Ψηλαφούσε τις αμέτρητες ουλές στο σώμα του, αλλά απέφευγε να κάνει το ίδιο για τις άλλες πληγές, τις αόρατες, που πονούσαν περισσότερο…
Βαθιά κάπου από το δάσος που αγκάλιαζε το Κόκκινο Κάστρο, ακούστηκε η διαπεραστική κλάψα μιας κουκουβάγιας. Το σοφό πουλί που έχει πάντα το ένα μάτι ανοιχτό για να βλέπει γύρω του και το άλλο κλειστό για να βλέπει μέσα του, του προκαλούσε από παιδί έναν απροσδιόριστο φόβο. Εκείνος είχε συνηθίσει να έχει τα μάτια του πάντα ανοιχτά και «δεκατέσσερα», να έχει μάτια ακόμη και στην πλάτη, για να προλάβει τον κίνδυνο, να τον αναχαιτίσει, να σωθεί και να νικήσει. Σε ολόκληρη τη ζωή του δε θυμόταν μια νύχτα που να είχε ευχαριστηθεί τον ύπνο. Λαγοκοιμόταν για να νιώσει πρώτος την ενέδρα. Όπου και να βρισκόταν, σε στεριά ή θάλασσα, ήταν συνεχώς ετοιμοπόλεμος και αναπόφευκτα μόνος. Είχε ξεχάσει πως ήταν να στρέφεις τα μάτια μέσα σου και να κουβεντιάζεις με τον εαυτό σου. Κι αυτές οι μυρωδιές της ακροθαλασσιάς, θυμάρι και σκοίνα και θαλασσινή αλμύρα, απόψε ξεσήκωναν τις αισθήσεις του, τον έκαναν ευάλωτο, μια κατάσταση που τον μπέρδευε, τον θύμωνε και τον μάγευε μαζί.
Ο άρχοντας Λικάριος αναστέναξε και έγειρε να ξαπλώσει στα ζεστά βότσαλα. Είχε νυχτώσει πια για τα καλά, αλλά η συννεφιά έκρυβε με επιμέλεια τον έναστρο ουρανό. Έβαλε τις παλάμες του προσκέφαλο κι αναπόλησε μια από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής του. Ήταν η λαμπρή τελετή κατά την οποία αναγορεύτηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ «Μεγάλος Κοντόσταυλος» και ανέλαβε και επισήμως τη διοίκηση της Εύβοιας. Μοναδική του υποχρέωση θα ήταν να διατηρεί ετοιμοπόλεμους και άριστα εξοπλισμένους διακόσιους ιππότες, έτσι ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή εξασφαλισμένη η άμυνα της περιοχής. Είχε προηγηθεί η επιτυχημένη εκστρατεία του εναντίον της Χαλκίδας, η εκπόρθηση του κάστρου στα Φύλλα, όπου είχαν οχυρωθεί οι Φράγκοι και η μεταφορά τους ως αιχμαλώτων στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και συγγενείς της Φελίζας. Το όνειρό του για εκδίκηση και αποκατάσταση της τιμής του είχε πραγματοποιηθεί, αλλά η συμβίωσή του με τη Φελίζα ήταν πλέον αδύνατη. Ακολούθησε ο χωρισμός τους και ο δεύτερος γάμος του με την τωρινή γυναίκα του, μια πλούσια Βυζαντινή.
Μια κατάφωτη και ηγεμονική πανσέληνος πρόβαλλε ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα, που παραμέρισαν θαρρείς γοητευμένα και έβγαλαν τον μοναχικό κυρίαρχο της Εύβοιας από την αναπόληση. Ένα ασημένιο ποτάμι, ο δρόμος του φεγγαριού, ανοίχτηκε μπροστά του γεμάτο μυστικές ατραπούς και υποσχέσεις. Ανατολικά, στο Κάβο-Ντόρο, τα κύματα έδειχναν τα δόντια τους στα περαστικά καράβια. Το ακρωτήρι Καφηρέας, ο «Ξυλοφάγος» με τ’ όνομα, που κατάπινε και τα πιο γερά σκαριά όταν θύμωνε, προειδοποιούσε στο πέρασμα των αιώνων ότι «ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται». Ο άρχοντας Λικάριος σηκώθηκε και τίναξε τα φύκια από τα ρούχα του. Δεν είχε παρά ν’ ακολουθήσει τη μοίρα του. Γαληνεμένος πλέον, σφύριξε στο άλογό του που πλησίασε ήσυχα, υπακούοντας στο γνωστό σύνθημα. Καβαλίκεψε και κατευθύνθηκε προς το Κόκκινο Κάστρο που φεγγαρολουσμένο φάνταζε πελώριο σαν παραμυθένιο, σωστό βασιλόπουλο της νύχτας. Ο ξακουστός ιππότης Λικάριος δεν είχε αφήσει απλήρωτους λογαριασμούς στο πέρασμά του από τον κόσμο. Είχε επιλέξει να ζήσει τη ζωή που ήθελε, όποιο κι αν ήταν το τίμημα. Το κατάφερε και με το παραπάνω. Αυτό και μόνο έκανε το θάνατο να μοιάζει με φτωχό συγγενή και το αναπόφευκτο τέλος να είναι μια ασήμαντη στιγμή μπροστά στην αιωνιότητα.