Αμάχη

Πήρα τζουρά γλυκόλαλο και πένα φιλντισένια
και στα ταξίμια πόντισα την πιο κρυφή μου έννοια.

Γιατί έπιασαν τα μάτια σου κι όλα τα φυλακώσαν
και μες στα φυλλοκάρδια μου τρία καρφιά καρφώσαν.

Το πρώτο γράφει σ’ αγαπώ, το δεύτερο σε χάνω,
το τρίτο το φαρμακερό, καλέ μου, δεν σε φτάνω.

Ν’ αντρίευα, να σωζόμουνα, μακριά σου να γιαγείρω,
το πιο πικρό, το πιο γλυκύ να φέρω ένα γύρο.

Κι απέ στ’ αφράτα χώματα που δένει το σταφύλι,
να στρώσω σκυριανό σοφρά, νά ’ρχουντ’ οχτροί και φίλοι.

Να κολατσίζουν μάτια δυο, ζαχαροζυμωμένα,
να δροσερεύουν χείλια μου, χαμόγελα ανθισμένα.

Κι όταν θε να βαφτίζουνται, χέρια μου ιτιάς κλωνάρια,
στου κόσμου ετούτου τ’ άδικου τα τρύπια τα πιθάρια,

να φτιάχνουν μάλαμα καρδιά, κεφάλι σιδερένιο,
μπράτσα κολώνες δωρικές, κορμί κυπαρισσένιο.

Κι αφότου θα σαλπάρουνε με δίπατη γαλέρα,
να μην τους σκιάζει ανθρώπινη, μήτε θεριού φοβέρα.

Κάστρο ψηλό ο που ζητεί, κάστρο κι ο που δεν δίνει.
Πόλεμο αν θ’ ανοίξουνε, λιθάρι δεν θα μείνει.