Βάλε, Προφήτη μου σοφέ, μία φωνή στεντόρεια,
μπας και θυμίσεις σ’ όλους μας τα όσια και τα όρια.
Γιατί ήρθαν πύρινοι καιροί και μέρες αποφράδες
κι αντί ρακί σταχτόνερο κερνάμε στους σοφράδες.
Πιάσε και πάλι το κουπί και ξέχνα τα βουνά σου.
Μύρισαν θειάφι και λυγμό τα δέντρα στα μαλλιά σου.
Καλύτερα απ’ τ’ άλμπουρο να λες τις προσευχές σου,
παρά σε μαύρα χώματα να σκάβεις τις βραγιές σου.
Στέρξε, Προφήτη Ηλία μου, και δώσε ένα χέρι.
Κάνε τον άνεμο αρνί, γατάκι στο μιντέρι.
Και στάξε λίγο ανθόνερο στα μάτια τα κλαμένα,
να μη θαρρούν πως τέλειωσαν όλα κι είναι χαμένα.
Η εικόνα εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο.