Και τώρα, Κύριε, που απερίσπαστος υψώνεσαι,
πράος να γράψεις τ’ ωραιότερό σου ποίημα,
πόσα αηδόνια, αναλογίζομαι, αταξίδευτα
θ’ αξιωθούνε του πρωτόμπαρκου το χρίσμα.
Κάποτε σου ’στειλα στιχάκια μου παράφορα,
που απ’ το κουκούλι τους τα πίεζα να βγούνε
και μου ’πες, κόρη να το σέβεσαι το άβατο.
Αν δεν μονάσουν, την αλήθεια δεν θα πούνε.
Μα τώρα, Δάσκαλε, που εσύ το αποφάσισες
να μετοικήσεις στην αιώνια ελευθερία,
πες μου εμείς στα παρασκήνια τι θα κάνουμε,
έτσι που τα ’φερε ο καιρός κι η ιστορία;
Ακούω στίχους σου πικρούς κι απαρηγόρητους
τραγουδισμένους με ουράνιες συγχορδίες
κι αναρωτιέμαι αν ποτέ θα ξαναζήσουμε
πραγματικότητες λαμπρές σαν ουτοπίες.
Μου λεν πως έφυγες για πάντα και πως χάθηκες
σε δάση ανέσπερα, λιβάδια μ’ ασφοδίλια.
Μα εγώ το ξέρω πως στις φλέβες μου κοιμήθηκες
όπως το λάδι το ζωογόνο στα καντήλια.
Ίσως μια μέρα ανταμώσουμε στα ξέφωτα
που συνταιριάζουν τους χρησμούς θεριά κι αγγέλοι.
Μα ως τότε, Δάσκαλε, τα λόγια τα μαλάματα
και τη διαθήκη σου θα πίνω με υδρομέλι.