Φεγγάρι ανέτειλε αργυρό με μάτια από οπάλι
κι έριξε μαύρη πετονιά στου κόσμου την αγκάλη.
Στο νότο είχε για δόλωμα έρωντα σταμναγκάθι,
και στο λεβάντε της αυλής των δυνατών τα πάθη.
Ας ήταν σφιχτοπλέξουδη η πετονιά του σκάλα,
σαν αίλουρος να τιναχτώ στα ύψη τα μεγάλα.
Να μη με πιάνει απόγνωση μ’ αυτά που αντικρίζω,
όταν στα στενοσόκακα μονάχη σεργιανίζω.
Κι όποτε καίγεται η καρδιά στης ζήσης το καμίνι,
να την καθίζω στο σοφρά σεμνά να τρωγοπίνει.
Γιατί είναι αφρός στη θάλασσα, στην έρημο αντιλόπη
κι όταν θυμώνει ο ουρανός, σ’ αρχαίο ναό μετόπη.
Σπήλιο δεν έχει να κρυφτεί, προσκέφαλο να γείρει,
στον άνεμο σκορπίζεται σαν ανεμώνης γύρη.
Τη θέλει ο γιος του λιονταριού, μα εκείνη δεν τον θέλει.
Κάλλιο στ’ αλάτι λεύτερη παρά δετή στο μέλι.
Κι αν έρθει εκείνη η στιγμή κι η ώρα η αγιασμένη
που δεν θα υπάρχει τίποτα για να το περιμένει,
δεν λαχταρά του λόγου της αθάνατη να γίνει,
μονάχα στον αμάραντο δροσοσταλιά να μείνει.