Θα μου φτιάξεις ένα αστέρι;
Όχι απ’ αυτά που πέφτουν φλεγόμενα εντυπωσιακά,
ούτε από εκείνα που λαμπυρίζουν έτη φωτός μακριά.
Ένα μικρό, ευαίσθητο θέλω.
Να το σχεδιάσεις σε ασημόχαρτο
και να το κόψεις προσεκτικά,
όπως τρυγούσε το χρυσό σταφύλι, αντίδοτο στην άλωση,
στο αμπελάκι του Καστιρνάδου ο παππούς ο Νικηφόρος,
– δυο δρασκελιές πριν τον Ελλήσποντο –
και σόδειαζε την μαυρομάτα την ελιά ο παππούς ο Εμμανουήλ
στο περβάζι του Λιβυκού, στο δελφινοπέρασμα.
Να μου το χαρίσεις την πιο μεγάλη νύχτα του χειμώνα
για να στολίσω τη συννεφένια μου αυλή
να φωταγωγηθούν γιορταστικά οι ιστορίες και τα ποιήματα.
Δεν θέλω άλλα δώρα,
αξιώματα σπουδαία, επαίνους ηχηρούς και μεγαλόστομες υποσχέσεις.
Μόνο ένα αστέρι μεγάλο όσο η παλάμη σου,
οικείο και ταπεινό σαν την καρδιά σου,
που πάντα αγκαλιάζει πουπουλοφτέρουγη την αγρύπνια μου.
Κι ας λες πως δεν τα καταφέρνεις με τις χειροτεχνίες,
πως τρεμοπαίζουν τα δάχτυλά σου στις ψηφιδωτές λεπτομέρειες.
Εγώ το δικό σου αστέρι θέλω
να μ’ οδηγήσει και φέτος στη Γέννηση.
Γιατί ο Μάγος της ζωής μου είσαι εσύ
κι η φάτνη μας το προσκεφάλι ενός αγγέλου.
Έλα, λοιπόν, Αγαπημένε μου.
Φτιάξε μου ένα αστέρι.