Τα καρντάσια και τ’ αλάνια,
τα καλύτερα παιδιά,
έχουν πλέον άλλα στέκια
και στους ώμους τους φτερά.
Ποιο ποτάμι να το πήρε
τ’ ακριβό τους μυστικό
και απάντηση δεν παίρνω
όσο και να το ρωτώ;
Πες μου Μίκη, πες μου Μάνο
κι όλοι οι αρχάγγελοι μαζί
πως περνάτε εκεί πάνω;
Το γλεντάτε, ή σιωπή;
Ήρθε τώρα και ο Νότης
με κιθάρα ακουστική,
πριν το πρωινό τσιγάρο
τον παλιάτσο να σας πει.
Στης ψυχής μου το κιτάπι
πλήθυναν οι χαρακιές.
Οι δικές σας απουσίες
γίναν τόσο ηχηρές.
Γράφω, σβήνω, αποκαρώνω,
τα σκοτάδια πολεμώ.
Στο ποτάμι σας βουτάω,
φως τρυγώ και προχωρώ.