Κάθε Μάη πιάνουν το χορό οι άγγελοι.
Ξεχνούν τα στιβαρά, αναπόφευκτα καθήκοντά τους
κι ακούν μονάχα την παιδική καρδιά τους.
Απιθώνουν τα μελαγχολικά τους μάτια στις ανθοπλαγιές.
Πίνουν ροδόνερο και τσικουδιά πλάι σε ξεκούραστα άλογα.
Ζωγραφίζουν την καρποφορία και το δόξα πατρί
ακόμη και στα λασπόνερα,
ακόμη και στα μετέωρα,
ακόμη και στην κόψη του σπαθιού την ανίερη.
Δανείζονται τις ουρές των παγονιών
για να ντυθούν ξεγνοιασιά γιορταστική,
να λησμονήσουν τα πληγωμένα δέντρα
και τις παραπεταμένες αγκαλιές.
Ονειρεύονται ξύπνιοι και αποκοιμιούνται ορθοί.
Σαν να μην είναι να τους δοθεί η επόμενη εντολή.
Σαν να μην έχει αμαρτίες αυτός ο αναψοκοκκινισμένος κόσμος.
Κάθε Μάη πιάνουν το χορό οι άγγελοι.
Είναι η σειρά τους να θυμηθούν πως έχουν φτερά.
Είναι η σειρά μου να δοκιμαστώ
πάνω απ’ τη λύπη, πέρα απ’ τη χαρά
εδώ, στα χαμηλά.