Αν έβρισκα τη δύναμη
τη μοίρα μου ν’ αλλάξω,
με μια μονάχα κίνηση
τη μέρα μου ν’ αδράξω,
δεν θα ζητούσα χρήματα
ή άλλα μεγαλεία,
καράβι μόνο να ’μουνα
σε θαλασσογραφία.
Στην προκυμαία του Πειραιά,
σε χρόνους περασμένους,
μαζί με τ’ άλλα τ’ άρμενα,
ναύτες καψαλισμένους,
να γίνω θεία έμπνευση
και χρώμα στο πιατάκι,
στον ταπεινό, λιτό οντά
του Κώστα Βολανάκη.
Να μη με νοιάζει τ’ αύριο
μαζί του τι θα φέρει,
ποιος στη ζωή θ’ αγαπηθεί
και ποιος θα υποφέρει.
Χωρίς να τρέμει η καρδιά
τ’ αντίο και το έλα,
ν’ απλώνομαι στο μουσαμά
σα χάδι απ’ τα πινέλα.
Αν ίσως και φανείς εσύ
στου ορίζοντα το χέρι,
να μη ρωτιέμαι αν κρατάς
γαρύφαλλο ή μαχαίρι.
Θ’ ανήκω πια στα κύματα
κι ακούραστα θα πλέω.
Καμιά δεν θα ’χει διαφορά
αν χαίρομαι ή αν κλαίω.
Κι όταν θα σμίγει η θάλασσα
σ’ ουράνια αγκάλη
μ’ ατέλειωτους ιριδισμούς
στο γαλανό της σάλι,
θα σειέμαι, θα λικνίζομαι,
θ’ αράζω ή θα μπαρκάρω
και δεν θα ξέρεις, μάτια μου,
μαζί μου αν θα σε πάρω.
Κωνσταντίνος Βολανάκης, Το λιµάνι. Αναχώρηση από τον Πειραιά για την Τήνο