Ήταν κάποτε μια χώρα που οι κάτοικοί της δεν μιλούσαν. Ένας σκληρόκαρδος αφέντης κατακτητής τους είχε φιμώσει. Πέρασαν τέσσερις αιώνες φιμωμένοι. Ώσπου πίστεψαν ότι δεν είχαν ούτε στόμα ούτε μιλιά. Έπρεπε, όμως, να συνεχίσουν να ζουν και να επικοινωνούν μεταξύ τους. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να συνεννοούνται, να εκφράζονται, να δημιουργούν.
Τα πρώτα 100 χρόνια δοκίμασαν να μιλήσουν με τα μάτια. Μα τα μάτια έβλεπαν και πρώτα απ’ όλα έκριναν. Η φωνή τους είχε συχνά αμφισβήτηση, θυμό, κατάκριση, απόρριψη. Κι αυτό που έμενε στο τέλος κάθε ημέρας ήταν απογοήτευση.
[Φαντάσου πως είναι να μιλάει κάποιος ή κάποια με τα μάτια. Σχεδίασέ τον, σχεδίασέ την. Γράψε τα «ματολόγια» του].
Τα δεύτερα 100 χρόνια δοκίμασαν με τη μύτη. Μα η μύτη οσφραινόταν και απέρριπτε εύκολα. Όλα της ξίνιζαν και όλα της βρωμούσαν. Η φωνή της ήταν απόλυτη και δεύτερη κουβέντα δεν δεχόταν. Κι αυτό που έμενε στο τέλος κάθε ημέρας ήταν μοναξιά.
[Φαντάσου πως είναι να μιλάει κάποιος ή κάποια με τη μύτη. Σχεδίασέ τον, σχεδίασέ την. Γράψε τα «μυτολόγια» του].
Τα τρίτα 100 χρόνια δοκίμασαν με τ’ αυτιά. Μα τ’ αυτιά άκουγαν πολλά και δυσκολεύονταν να διαλέξουν. Όλα τους άρεσαν και δεν τους άρεσαν. Η φωνή τους δεν είχε σταθερότητα, ο τόνος της άλλαζε συνεχώς. Κι αυτό που έμενε στο τέλος κάθε ημέρας ήταν σύγχυση.
[Φαντάσου πως είναι να μιλάει κάποιος ή κάποια με τ’ αυτιά. Σχεδίασέ τον, σχεδίασέ την. Γράψε τα «αυτιολόγια» του].
Τα τέταρτα 100 χρόνια δοκίμασαν με τα χέρια και τα πόδια. Μα ήταν σχεδόν αδύνατον να συντονιστούν. Γιατί όταν τα χέρια αγκάλιαζαν, τα πόδια τρέπονταν σε φυγή. Όταν τα χέρια έσπρωχναν, τα πόδια γονάτιζαν. Η φωνή τους ήταν πολλές φωνές μαζί. Κι αυτό που έμενε στο τέλος κάθε ημέρας ήταν φόβος.
[Φαντάσου πως είναι να μιλάει κάποιος ή κάποια με τα χέρια και τα πόδια. Σχεδίασέ τον, σχεδίασέ την. Γράψε τα «χειρολόγια» – «ποδολόγια» του].
Ώσπου ήρθε μια ημέρα που δεν πήγαινε άλλο. Όσο κι αν σκέφτονταν την κατάστασή τους, λύση δεν έβρισκαν. Μπροστά τους υπήρχε μόνο πόνος, αδιέξοδο και απόγνωση. Τότε βγήκαν μπροστά κάποιοι που πρότειναν να σταματήσουν, έστω για λίγο, να σκέφτονται. Πρότειναν να εμπιστευθούν όσα μπορεί να υπήρχαν μέσα τους, αλλά, μετά από τόσα χρόνια σκλαβιάς και τυραννίας, δεν φαίνονταν ή είχαν αποκοιμηθεί. Έτσι, δοκίμασαν να μιλήσουν με την καρδιά. Και, αναπόφευκτα, ρίχτηκαν στη φωτιά.
[Φαντάσου πως είναι να μιλάει κάποιος ή κάποια με την καρδιά. Σχεδίασέ τον, σχεδίασέ την. Γράψε τα «καρδιολόγια» του].
Η ανατροπή δεν άργησε να συμβεί. Η ζωή τους απέκτησε και πάλι νόημα. Τα μάτια διέκριναν, επιτέλους, ένα φως στον ορίζοντα. Η μύτη οσφράνθηκε με αγαλλίαση τις ευωδιές μιας ζωής με σκοπό και με όραμα. Μιας ζωής κανονικής, χαριτωμένης, ευτυχισμένης. Τ’ αυτιά ξανάκουσαν τραγούδια της πίστης, του αγώνα, της αγάπης, της νίκης, του γλεντιού. Τα χέρια θυμήθηκαν το σχήμα της γροθιάς και της αγκαλιάς και τα πόδια στερεώθηκαν σαν κάστρα, για να υπερασπίσουν το καλό και το δίκαιο. Οι κάτοικοι εκείνης της χώρας αγωνίζονταν να πάρουν πίσω την ελεύθερη λαλιά τους. Να πάρουν πίσω την Πατρίδα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους.
Γιατί η φωνή της καρδιάς είναι πάντα μια Επανάσταση.