Βροχή ψιλή, ποτιστική και χαμηλοβλεπούσα
μπρος στο χαγιάτι τ’ ουρανού βγήκε σαν Αρετούσα.
Τη νύχτα καλοδέχτηκε, μαυροντυμένη ιέρεια,
βελούδινα κυκλάμινα γέμισε τα πανέρια.
Κι ένα ελάφι κούρνιασε μέσα στους άγριους βάτους.
Στον κόσμο τούτο οι Έρωτες τα καίνε τα φτερά τους.
Να ’χε το σύννεφο κλαδιά, σκαλάκια να τα κάνω,
στις άκρες απ’ τα μάτια σου να θέσω ν’ αποθάνω.
Να ’ταν η θάλασσα χαρτί, τα κύματα κοντύλια,
φιλιά να ζωγραφίζουνε σμιχτά στα δυο σου χείλια.
Μάτια, σπαθιές μου αλγερινές, κεντήστε με σημάδια.
Μιαν αγκαλιά σας άνοιξα, μα την αφήσατε άδεια.
Θα μεταλάβω απ’ το πιοτό που φέρνει λησμοσύνη,
προτού μ’ αρπάξουν τα νερά σαν την κυρά Φροσύνη.
Να ξημερώσω ορκίστηκα στα φρύδια σου από κάτω
τι τον καημό σου ανέρωτο τον πίνω ως τον πάτο.
Από την κάπα του Θεού θα κλέψω ένα τοπάζι,
να τ’ ακουμπώ στο στήθος σου, να διώχνει το μαράζι.
Κι απέ όλα τ’ ανείπωτα, τα δακρυοποτισμένα,
θε να τα κάνει περασιά, αγάπη μου, σε μένα.
Καπίστρι φτιάχνει η ανάγκη σου, με φυσερό κι αμόνι
και με το ζόρι το φορεί στου χρόνου το σαγόνι.
Να ξεγελά τον που θαρρεί πως όλα τα ορίζει,
τι όποιος μπαίνει στα όνειρα, πίσω πια δεν γυρίζει.
Πίνακας: ELIZABETH ADELA STANHOPE FORBES, The Leaf (England, c.1897 – 1898)