Αυτός ο τσακισμένος της μυρσίνης μίσχος
ήταν κάποτε ο βραχίονας μιας γροθιάς.
Αυτή η μισοσβησμένη, άνευρη φλόγα
ήταν κάποτε η καρδιά μιας πυρκαγιάς.
Αυτό το μελανόμορφο, απύθμενο λαγήνι
ήταν κάποτε το αποκούμπι μιας σοδειάς.
Αυτή η λαβωμένη, αμετανόητη σημαία
ήταν κάποτε τ’ αραξοβόλι μιας γενιάς.
Αυτός ο κατηφής και σιωπηλός διαβάτης
ήταν κάποτε η κραυγή μιας ξαστεριάς.
Αυτό το παλιακό εικόνισμα στο σεντούκι
ήταν κάποτε η παρηγοριά μιας συμφοράς.
Αυτές οι αλήθειες κι οι γραφές οι αραχνιασμένες
ήταν οι μύστες κι οι ποιητές που λησμονάς.
Κι αυτά που αστόχαστα ειρωνεύεσαι και φτύνεις
είναι ο εαυτός σου. Πάψε να τον πολεμάς.
Ο Διγενής που με το Χάρο παραβγαίνει,
ως πότε θα ’ναι η πατρίδα που αγαπάς;
Παράπονο
Σε ποιου θεού τη θάλασσα
ρακόμελο να στάξω;
Σε ποιο ακρωτήρι να σταθώ
αγάπη να φωνάξω;
Πατρίδα είμαι σιωπηλή.
Ομνύω στα παιδιά μου,
μα εκείνα με περιφρονούν,
σπαράζουν την καρδιά μου.
Στου βράχου την κορμοστασιά
θα σκάψω περιβόλι,
ν’ ανθίζουν οι αφροξυλιές,
να μην τις πιάνει βόλι.
Κι αν έρθει αντάρα, Χίμαιρα,
κι αγκάθια με φιλέψει,
στο Φως το καθαρτήριο
θα πέμψω κάθε σκέψη.