Αγώνας

Πόσο μακριά ο ουρανός και πόσο ακόμα ο ήλιος
και πόσο τ’ άστρα τ’ άγνωρα κι οι απαρχές του κόσμου.
Πόσο μικρός ο άνθρωπος, πουλάκι η βούλησή του
που όταν δεν του κελαηδεί, μονάζει στη σιωπή του.
Άκτιστο, ακαταμάχητο το Φως πέρα απ’ τη λύπη
το καλλιμάρμαρο θρονί του Παραδείσιου πόθου.
Το μαρτυρούν οι γέροντες, τα κύματα το ψάλλουν
μα τα σκαμπανεβάσματα του ανθρώπου αμφιβάλλουν.
Όχι πως δεν τ’ ορέγεται, πως δεν το λαχταράει,
είναι που τα σκοτάδια του μονάχος πολεμάει.
Δεν έχει σμάρια στρατηγούς και ναύαρχους μαζί του
παρά μονάχα ένα κορμί, το νου και την ψυχή του.
Κι όσες φορές αναστηθεί, τόσες και θα πεθάνει,
γιατί όσο και ν’ αγωνιστεί, ποτέ δεν θα του φτάνει.
Κι ίσως αυτό να ’ναι η ζωή που προσπαθεί να χτίσει:
αντάμα με το θάνατο κι άφοβα πια να ζήσει.