Βροχή ψιλή, ποτιστική και χαμηλοβλεπούσα
μπρος στο χαγιάτι τ’ ουρανού βγήκε σαν Αρετούσα.
Τη νύχτα καλοδέχτηκε, μαυροντυμένη ιέρεια,
και με σεμνά κυκλάμινα γέμισε τα πανέρια.
Ένα ελάφι κούρνιασε μέσα στους άγριους βάτους.
Στον κόσμο τούτο οι Έρωτες τα καίνε τα φτερά τους.
Να ’χε το σύννεφο κλαδιά, σκαλάκια να τα κάνω,
στις άκρες απ’ τα μάτια σου ν’ ανέβω ν’ αποθάνω.
Να ’ταν η θάλασσα χαρτί, τα κύματα κοντύλια,
φιλιά να ζωγραφίζουνε σμιχτά στα δυο σου χείλια.
Μάτια, σπαθιές μου αλγερινές, κεντήστε με σημάδια.
Μιαν αγκαλιά σας άνοιξα, μα την αφήσατε άδεια.
Θα μεταλάβω απ’ το πιοτό που φέρνει λησμοσύνη,
προτού μ’ αρπάξουν τα νερά σαν την κυρά Φροσύνη.
Να ξημερώσω ορκίστηκα σε μιας ελιάς διχάλα
τι τον καημό σου ανέρωτο τον πίνω στάλα στάλα.
Από την κάπα του Θεού θα κλέψω ένα τοπάζι,
να τ’ ακουμπώ στο στήθος σου, να διώχνει το μαράζι.
Κι απέ όλα τ’ ανείπωτα, τα δακρυοποτισμένα,
θε να τα κάνει περασιά, αγάπη μου, σε μένα.
Καπίστρι φτιάχνει η ανάγκη σου, με φυσερό κι αμόνι
και με το ζόρι το φορεί στου χρόνου το σαγόνι.
Να ξεγελά τον που θαρρεί πως όλα τα ορίζει,
τι όποιος μπαίνει στα όνειρα, πίσω πια δεν γυρίζει.
Πίνακας: Claude Monet, Belle-Ile, Rain Effect