Στου βράχου τ’ ακροφτέρουγο επόπτευες ολόρθος
και του πελάγου ο αχός γλυκόλαλος σαν όρθρος.
Στο στέρνο σου φωλιάζανε πανώρια αλμυροπούλια,
της δύσης ο αυγερινός, τσ’ ανατολής η πούλια.
Κι όταν ικέτης άπλωνες τα χέρια σαν κατάρτια,
λευκή παντιέρα γύρευες, ποτέ … Διαβάστε περισσότερα